ταχυπαλμία-
τα χέρια μου μουδιάσανε
στο άκουσμα της ανάσας σου.
πονάω.
καπνίζω-
πίνω-
ρουφάω.
δεν φεύγει.
σχεδόν δώδεκα και το μυαλό μου δεν μπορεί για ακόμη μια φορά να φύγει.
πόσο κακό νιώθω για τον εαυτό μου;
πως κατάντησα να φοβάμαι ότι βρίσκεται πέρα από την εξώπορτα;
γιατί όταν περπατάω στον δρόμο κοιτάω κάτω;
το φως; το φως γιατί το φοβάμαι;
θα ήταν μία ανακούφιση-
εάν για μία φορά το κεφάλι μου σταμάταγε.
να κατέβαινα για λίγο από αυτό το τρελό τρένο.
-αναρωτιέμαι αν και πόσο ακόμα αντέχω-
σα να βάλανε πολλές ψυχές στο σώμα μου και αυτές πολεμάνε.
η μία την άλλη και όλες εμένα
-όλες εμένα-
και εγώ μόνος
δίχως να ξέρω ποιος είμαι.
παραμένω κανένας.
πιο κανένας από ποτέ.
δειλός. βουβός και κανένας.