Συγνώμη

Κοίτα με στα μάτια
Κοίτα τα αστέρια και σταμάτα- εκεί
ψυχές άβατες
Ψάξε να βρεις αυτό που έχασες- πέταξες
προδωσία
όλα για μια πουτάνα κοινωνία
δες πως με έκανε
τα χέρια μου στα αίματα τα πέταξε
κοίτα ψηλά αυτά
δεν σε βλέπω όλα είναι σαν χρωματιστά
κολύπμάω γυμνός
ξαπλώνω στην πνοή σου κι όμως είμαι νεκρός
όλα είναι θαμπά
τα χάνω όλα δεν σε βλέπω ξανα
καταλαβαίνω
είναι όλα λάθος
ψάχνω ως το βάθος
δεν με βρίσκω εκεί
χάθηκα στου τρένου την απόγεια γραμμή
όλα τέρμα
σ' ακουμπάω σε τραβάω μα γλιστράει το δέρμα
δεν μπορώ
να αλλάξω αυτό που έκαναν να ζω
θα μαι κει
θα μαι κει να με πατήσει της σιωπής σου η βουή

Εμμονή

Τι θυμάσαι πια εσύ
εσύ με ξέχασες μια νύχτα του Ιούνη
Τα μάτια σου δακρύσανε
πάγωσε το βλεμα
το μίσος έγινε φωτιά
τυφώνας η καρδιά
χάθηκες στην σιωπή του σκότους
και κράτησες στα χέρια σου
πράγματα απλά
που σου έδωσα σαν ήμουν αγκαλιά σου
χαθηκες μια νύχτα του Ιούνη
τότε χάθηκες
κείνο το βράδυ
και δεν ξανάρθας ξανα πια
ήσουν το φόρεμα το άδειο του Ομήρου
εκείνο που πολέμησαν οι πρόγονοι γι αυτό
κι εγώ πολέμησα τον εαυτό μου
κατέστρεψα για άνα φόρεμα αδεινό
μαύρη καταραμένη ώρα
ψεμματα, φόβος, συνουσία
ψεύτικα πράγματα
ψεύτικη ζωή
αληθινός ο πόνος της ψυχής
που δεν καλμάρισε από τότε
έμεινα στην πρώτη του Ιούνη
δεν φεύγω από κει ότι κι αν γίνει
μαυρός κι αν γίνει ο ουρανός
όσο κι αν βρέξει και χιονίσει
πάντα θα φαίνονται στον ουρανό το αστέρια

Κι όμως μ' άφησες- Ο έρωτας μιας κατάληψης

Μη με αφήνεις μόνο, είμαι στην άκρη ενός αρχαίου πύργου μες τα χαλάσματα του άγριου χρόνου. Σκέφτομαι μόνος σαν τον βράχο τα χρόνια που περνάνε σαν λεπτά γι' αυτόν τον άπιστο και χρόνιο κόσμο. Τα ιδρωμένα κορμιά των φύλων αρχίζουν να κουνιούνται και να πετάνε δίπλα μου στον άρυθμο ρυθμό του πέμπτου πιάνου που φανταστικά ακούγεται μέσα στις έρημες φωνές του αέρα. Κίτρινα κόκκινα πετάνε δω και κει και τρεμοφέγγουν σαν καθρεπτίζει πάνω σας το φως του φεγγαριού. Αχ το φεγγάρι. Άσπρο σαν τον μανδύα που φορούσαν τότε οι εταίρες που πηγαινοέρχονταν στις άδειες γειτονιές ψάχνοντας για πληρωμή. Με ένα σχήμα αχ σαν τέλειος ήλιος είσαι με άλλο χρώμα και πολύ πιο τρανό. Πόσοι ποιητές να έγραψαν γι αυτόν τον άσπρο πλανήτη που χιλιάδες χρόνια τώρα εμπναίει τους νέους να ενώσουν τα χείλη τους μπροστά στο φως του; Έτσι και μέις. Θυμάσαι; εννέα μήνες και κάτι πριν, μπροστά στις μελωδίες του αέρα που συνόδευει εκείνη τη κρύα νύχτα πάνω στα κρύα θρανία ενός μισοάδειου σχολείου. Άδειου από τις φωνες των μαθητών στα διαλείματα γεμάτου όμως απ' τα φώτα του φεγγαριού. Ήταν το ίδιο φεγγάρι μ' ακούς; Το ίδιο με αυτό που με έσπρωξε με μια γλυκιά και σιγανή φωνή να σε φιλήσω. Πρώτα στο μάγουλο που ήταν χρωματισμένο σαν μικρού παιδιού και κρύο, σα να φίλαγα νεκρό σώμα ανθρώπου με λατρεία. Και να που τούτο το φεγγάρι με έσπρωξε ν' αναζητήσω κατι πιο ζεστό για να φιλήσω και σιγά σιγά πλησίασα τα χείλια σου και τα φίλησα με τόσο πάθος, με τόση ανάγκη γι' αυτό, όπως τους μικρούς ζητιάνους στα άδεια πεζοδρόμια που αγκαλιάζουν όχι με τις χούφτες τους μα με την ψυχή τους το κρύο νόμισμα που πέφτει με λύπηση πάνω τους. Και ζεστάθηκα, ήταν το πιο ζεστό φιλί στην πιο κρύα νύχτα της ζωής μου. Αμέσως μια ρίγη διαπέρασε όλες τις τρίχες του σώματός μου σαν τον άνεμο που φυσάει τις ταλαιπωρημένες καλαμιές τις άγριες νύχτες του φνινοπώρου. Σαν το παιδί που θέλει κι άλλο γάλα μητρικό έτσι σε φίλησα ξανά και ξάνα και ξανά μέχρι που κάναμε έρωτα στο φως του ίδιου φεγγαριού. Και κείνη τη στιγμή ένας ιπτάμενος άγγελος σήκωσε τις καρδιές μας και τις πήγε βόλτα πάνω απ' τα γκρίζα κτήρια, πάνω απ' τα γκρίζα σύννεφα εκεί κοντα στο φεγγάρι. Και κόκκινη σαν ήταν η ατμόσφαιρα από το φως του μισοπεθαμένου ήλιου έγινε ροζ σαν τα μάγουλα σου που συνέχιζα να φυλάω σαν έκανα έρωτα στο σώμα σου. Μα όλο αυτό δεν ήταν τίποτα, ξαφνικά αφήσαμε τα σώματά μας να παίξουν να ιδρώσουν και να αγκαλιάσουν το ένα το άλλο και ανεβήκαμε και μεις μαζί με τις καρδιές ψηλά και μια ηρεμία μας άφησε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο δίχως άχνα απλά να κοιτάμε χωρίς να σκεφτόμαστε, χωρίς να ανοιγοκλείνουμε τα μάτια -δεν υπήρχαν ματια δεν υπήρχε τίποτα- μόνο εσύ και εγώ μπροστά στο άσπρο φως του φεγγαριού. Τα λεπτά πέρασαν όπως και οι μήνες και να που σ' έχασα από κοντά μου. Όχι το σώμα σου που το είχα χάσει από καιρό μα την ψυχή σου ολάκερη την έχασα για πάντα. Και να που εννέα μήνες και κάτι μετά κάθομαι και σκέφτομαι τα μαλιά σου, τα μάτια σου, την ψυχή σου και κλέινω τα μάτια. Όπως τότε που τα κλεινα για ν' ακουμπήσω τα χείλη σου. Και σε φαντάζομαι μπροστά μου -δεν ξέρεις πόσο όμορφη είσαι-, πιο όμορφη από ποτέ. Λένε πως ο έρωτας της φαντασίας περνάει χρόνια μετά τον έρωτα της πραγματικότηςτας. Μήνες πριν ερωτεύτηκα το πρόσωπό σου, τα χάδια σου, την φωνή σου και τώρα ερωτεύομαι την φαντασία μου και την κάνω αληθινή στα όνειρά μου και δεν κοιτάω πάλι έξω απ' τα μάτια μου. Φοβάμαι να δω έξω από τα μάτια μου. Φοβάμαι να τα μισανοίξω όπως το παιδί που φοβάται να ανοίξει τα μάτια του να δει το δώρο του μην και δεν του αρέσει. Φοβάμαι μήπως τα ανοίξω και δεν είσαι εκεί, μ ακούς; Μια βροντή με ξυπνάει απ τον ονειροπόλο λίθαργο και σε χάνω από μπροστά μου. Ξανακλείνω τα μάτια μου να σε ξαναδώ μα δεν είσαι πουθενά, τρελένομαι. Μην μ αφήνεις μόνο. Τα ξανανοίγω και κοιτάω φοβισμένα, και παραπονεμένα το φεγγάρι. Είσαι εκεί σε νοιώθω είσαι κει και χαμογελάω. Το σώμα σου δεν είναι κει. είναι πλάι σε κάποιο άλλο μα δεν με νοιάζει. Και δίνω μια υπόσχεση. Πως θα σε έχω μπροστά μου στο φεγγάρι μας για όσο φέγγει. Για όσο καιρό εμπνέει τους ποιητές να το χρησιμοποιούν, για όσο καιρό οι νέοι θα φιλιούνται στο φως του. Για όσο θα σαι κει μακριά και για όσο θα σ' αγαπάω. Και θα βγω αληθινός αυτήν την φορά, γιατί θα σ' αγαπάω για πάντα. Εσύ μου έδωσες αυτήν την κατάρα θυμάσαι; Μόνο κάτι σου ζητάω, μη μ αφήσεις μόνο ποτέ ξανά, δεν μπορώ μόνος, φοβάμαι μ ακούς;

Ιούλιος 2007

Παγωμένος

Ανοιγμένος στην σακούλα μιας αιτίας
αναζήτηση στα μάτια μιας αγίας
Πεσμένος απ' τα αδύνατα ποδάρια
κουδουνίζουν της σιωπής τα κουρδιστάρια
Αφεντικά και δούλοι της αυγής
Πέσανε στης νύχτας το λευκότερο κατώγι
Μίας νυχτιάς πνοή του πληγωμένου δάσους
μιαν ανάσα για να βγείς απ΄ τη σιωπή του βάθους
σε χάσαν και σε βρήκαν στα ανώγεια
με ένα μπουκάλι κρασί και μια κιθάρα
τραγουδοποιός της γης και των ονείρων
εσύ που χάζευες τις νότες των αγίων