Ενός πρωινού

Μόνο κάτι σκουριασμένα ταλαιπωρημένα σύρματα προσπαθούν μάταια να εμποδίσουν αυτήν την άγρια θέα.
Ακόμη και τα μαύρα πυκνά σύννεφα
συντελούν σε αυτό το πανέμορφο για το μάτι εικόνισμα.
Ξημερώνει και ακόμα ο ήλιος να φανεί.
Αυτό που βλέπω με εμποδίζει να προσανατολιστώ για το που θα εμφανιστεί το πρώτο κομμάτι Του.
Τα καΐκια επιστρέφουν από το μαύρο ταξίδι τους στην νύκτα.
Ταλαιπωρημένοι ψαράδες και γεμάτα από διάθεση ψαροπούλια αχνοφαίνονται στο πλάνο.
Δεν θα βρέξει,
είναι όλα στημένα.
Το μυαλό μου καθαρό από το βραδυνό μπάνιο,
κερδίζει στιγμές βλέποντας τα σγουρά μαλιά της θάλασσας.
Τώρα δεν υπάρχουν γαλανά νερά παρά μόνο σκούρα, μαύρα, άγρια,
όμορφα άγρια νερά.
Πόσοι άραγες να είδαν αυτήν την εικόνα όπως εγώ;
Πόσοι ερωτεύτηκαν λίγο περισότερο τον εαυτό τους και τους γύρω τους βλέποντας ό,τι βλέπω.
Σκέφτηκαν άραγες ότι σκέφτηκα εγώ; Θα μάθω ποτέ τι σκέφτηκαν οι Άλλοι;
Σε ζωγραφίζω πάνω στα σύννεφα και ψάχνω να βρω κάτι ξεχωριστό για να σε φωνάζω.
Κάτι δικό μου για να σε κάνω δικό μου.
Πρώτη φορά δεν μου λείπουν τα αστέρια,
δεν τα ξέχασα,
ποτέ δεν θα τα ξεχάσω.
Μόλις το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από ένα άυλο λουλούδι,
έδωσε την θέση του στα ροζ σύννεφα που προσπαθούν να φανούν ανάμεσα στην μαυρίλα.
Τα πουλιά δίνουν το σήμα για να αρχίσει η μέρα πετόντας πάνω μου σε σχήματα συμπαντικά
κάνοντας την αλήθεια να μοιάζει με το πιο όμορφο όνειρο,
το πιο όμορφο παραμύθι.
Και να τα σύννεφα αρχίζουν να δημιουργούν ένα χρυσό περίγραμμα
σαν αυτά που περιγράφουν οι πιστοί κάνοντας μας να νομίζουμε λίγοι μπροστά στο απέραντο μεγαλίο τους.
Νοιώθω ο κόσμος με αφήνει και το χώμα που πατάω βουλιάζει στο απέραντο γαλάζιο.
Μόνη μου παρέα ένα κουκούλι τζιτζικιού μου θυμίζει την ανάγκη για εξέλιξη.
Είναι μόνο όμως.
Χέρια ψυχρά του αέρα χαϊδεύουν ερωτικά τον σβέρκο μου και κάθε τρίχα του σώματος μου αναπηδάει στην δίψα της στιγμής.
Τα χρώματα λεπτό με το λεπτό αλλάζουν,
ο ουρανός έχει έρθει στην θέση του ξανά.
Κοιτάω ευτυχισμένος ψηλά και αναρωτιέμαι γιατί παλιά φοβόντουσαν να μη τους έρθει ο ουρανός στο κεφάλι.
Είναι όμορφος ο ουρανός,
μας δείχνει πόσο μικροί ήμαστε μπροστά στην αιωνιότητά του.
Στο βάθος πίσω από τα ίσια βουνά φαίνονται τα μαλιά σου που σκιάζονται από τα ασύμετρα σύννεφα.
Ψάχνω να βρω κάτι ξεχωριστό για να σε φωνάζω και η μόνη ανάγκη μου γίνεται νονά της πιο όμορφης στιγμής της ημέρας μου.
Ξημέρωσε.
Καλή σου μέρα κυρά της αγκαλιάς μου..
Σε ερωτεύομαι...

Χωρίς τον ήλιο

Φεγγάρι, πονάει η στιγμή της σκέψης
στο σκοτάδι της ψάχνει τον ήλιο
με ένα παγκάκι σπασμένο για φίλο
πληγωμένη φεγγει την αυγή της θλίψης

Με τα λίγα λεφτά κερνάει τ' αστέρια
ζητά αντάλαγμα ένα φιλί
τρέχει στον ουρανό νέο παιδί
κοίτανε ψηλά αγκαλιάζει τα χέρια

Παραλία κύματα ήχοι πετάνε
παγωμένες σκιές ησυχάζουν
κρύβουν τα βράχια αναστενάζουν
την μοναξιά τους στην μπουνάτσα κοιτάνε

Τρέχει εδώ κι εκεί κλαίει φωνάζει
χωρίς μυαλό το σώμα χάνεται
τα φώτα σβήνουν φάρος φένεται
η ανάσα της κόβεται με τρομάζει

Πλησιάζει στην άκρη τα μάτια κλείνουν
κρατάει της σκιάς της το χέρι
την κοιτάνε στο βάθος δυο γέροι
δεν την κοιτάνε την ζωή της αφήνουν.