Ο περπατητής

Τα μάτια κλείσανε σαν τελείωσε το παραμύθι.
Γλυκά μουρμουρητά σιγοτραγουδούσαν για το υπόλοιπο της νύχτας.

Πληγωμένοι καλιτέχνες παραπατάνε μεθυσμένοι σε κάποια σκαλιά σε μια πλατεία.

Ησυχία τώρα.

Το φως στον παλιό μπουφέ αναβοσβήνει και όλα γύρω του παίζουν στην μουσική εναρμόνηση της κίνησής του.
Όλα.
Οι μουσικές, οι φωνές, ο άνεμος,
όλα χαθήκανε και το μόνο που ακούγεται είναι το φως που τρεμοπαίζει
όπως τρεμοπαίζεις και εσύ αυτή την άδεια νύχτα.

Έχεις ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι ξένο, αδειανό,
κρύο όπως το δικό μου και χάνεσαι στα όνειρα εικόνων
τριγύρω πορτρέτα νεκρών γυναικών.
 Άλλη μια άδεια νύχτα για εσένα,
για εμένα ένα κενό αύριο.
Οι εικόνες γύρω σου χάνονται κι αυτές
σαν κάποιος να κλείνει τα φώτα σιγά- σιγά.

Πονάς και πονάω
δεν ξέρω πως να αντιδράσω και πιάνομαι από ένα παγωμένο κάγκελο
στην παλιά σκουριασμένη γέφυρα χωρίς να κοιτάξω κάτω.
Κοιτάω ψηλά μήπως σε δω πριν πέσω,
μήπως μετανοιώσω.
Δεν είσαι πουθενά.
Τα φύλλα ξαφνικά αρχίζουν και στροβιλλίζονται από τον απρόσμενο χειμωνιάτικο αέρα.
Το αποφασίζω δεν μπορώ.

Τα παπούτσια μου γεμίζουν από κόκκινο χώμα στον γυρισμό από το κίτρινο
πορτοκαλί μονοπάτι μέσα στο δάσος.
Ακούγονται πουλιά να σπαράζουν, φωνές στο βάθος του μονοπατιού.
Χάνομαι μέσα από τα φυλώματα και κοντοστέκομαι μέσα σε έναν ψηλό θάμνο.
-Όπως τότε που φτιάχναμε οχειρά στα σχοίνα όταν ήμασταν παιδιά-

Θα μείνω εδώ για σήμερα να πονέσω.
Θα πονέσω πολύ ακόμα;
Θα περπατήσω μέχρι να κοπάσει,
θα περπατάω μέχρι να είναι καλά.

 Άμα χαθώ ξέρετε που θα με βρείτε.
Θα είμαι ξαπλωμένος και ήρεμος με λίγη σκουριά στα χέρια,
χαμογελαστός
ή θλιμένος.
Δεν ευθύνομαι για αυτό.