Άδραξε τ' όνειρο

Άγγιξε την αύρα μου
Μπες στα απόκρυφα όνειρά μου
Πως είναι εκεί;
Πονάς σαν μου χαιδεύεις τις εικόνες
Ψάξε πιο κει για έρωτες παλιούς
δες την αγάπη μας εκεί, μωρό μου
πιάσε το τίποτα και πάρτο πέρα
μπορείς να δεις πιο κάτω στα στενά;
εκεί που βρίσκονται τα άγνωστα κομάτια;
φυγέ από κει όχι πονώ
μην πασαλείψεις τα εγώ μου
ειναι μικρά και λίγα τ' άτιμα
δες πως κουνιούνται εδώ και και κει οι άμυνες μου
αδραξε την στιγμή και φίλα με
κάνε με όνειρο να ζω και ας μην κοιμάμαι
κάνε με πούπουλο στο ατέρμωνο ψεγάδι
νοιώσε το άφαντο πουλί τ' αέρα
δες την ψυχή μου και άραξε
και κοίτα την για ώρες σαν τον χάρο
κι επέλεξε
πες μου τι θες να κάνεις για εμένα
σκότωσέ με καλύτερα
για να μην έχεις τύψεις
πόνος καθίκια άνθρωποι

Θυμάμαι, θυμάσαι;

Θυμάμαι
Τις μέρες εκείνες τις κρύες στο χωριό
Θυμάσαι;
Όταν το τζάκι έσβηνε με ζέσταινε η αγκαλιά σου
Θυμάμαι
Οι πάπιες τρέχαν σαν τρελές στο μονοπάτι
Θυμάσαι;
Μεγάλος πλάτανος με έσβηνε απ' τον χάρτη
Θυμάμαι
Τις χαρακιές στο μέταλλο το όνομά σου
Θυμάσαι;
Ρετσίνα μ' αναψυχτικό και όλα πάνω απ' όλα
Θυμάμαι
η κρύα λίμνη να αδειάζει τις ψυχές μας
Θυμάσαι;
και πιο αγνοί να γίννονται οι άσπροι κύκνοι
Θυμάμαι
βαριές εξομολογήσεις για αγάπες μια ζωής
Θυμάσαι;
Ο έρωτας μας τύλιγε σαν και τα ζώα
Θυμάμαι
χουζούρεμα στο σπίτι όλη μέρα
Θυμάσαι;
Πρωινό ξύπνημα για ένα κακό λεφωρείο
Θυμάμαι
Αποχαιρετισμός τεράστιος στις πέτρες
Θυμάσαι;
Τα χέρια ανοίγαμε στις άδικες κατάρες
Θυμάμαι
Μικρά μαλώματα σαν των παιδιών στον γυρισμό
Θυμάσαι;
Άγριοι ύπνοι στην αγκαλιά του χάους
Θυμάμαι
Θυμάσαι;

Που πήγες;

Που πήγες;
Σε έχασα πριν κι όλλας να σε δω
Χάθηκες
Σαν το πεντάστιχο που ψάχνω ν' ακουστώ
Που πήγες;
Πέρασε 11 και είμαι πάλυ μόνος
Χάθηκες
Κοιτάω στο δρόμο σαν χαζός μπας και σε δω
Που πήγες;
Έχεις αφήσει κάποια πόρτα ανοιχτή
Χάθηκες
Που το βάλες ν' ανοίξω. Τι κλειδί;
Που πήγες;
Βαρέθηκα δω έξω να προσμένω
Χάθηκες
Κι αν δεν σε βρω
δεν θα χαρώ
μα δεν θα χάσω
αν δεν χαθώ

Γυρίσε πίσω μια νυχτιά

Μ' αρέσει να γυρνάω στα παλιά
στις άδειες ώρες του χειμώνα που δακρύζει
και να κοιτάω εκεί στο βάθος τα πουλιά
κάτω απ' τη θάλασσα που αρχίζει να αφρίζει

Πόσο ασφαλής είναι στ' αλήθεια η μοναξιά
εκεί που δεν φοβάμαι να διαβώ στο μεσονύχτι
εκεί που παίζαμε ενέμελα παιδιά
πάντα μας γύρευε ο μπόγιας με ένα δίχτυ

Πως να κρυφτείς απ' τα παλιά
και ας πονάς τ' αναζητάς αυτήν την ώρα
κι ο νους σου πάει πάντα στα κακά
τίποτε όμορφο δεν σκέφτηκα ως τώρα

Γύριζεις πίσω αν ακόμα αγαπάς
Μην το αφήνεις να ξεφύγει πέρα τώρα
Όλα είναι σίγουρα εκεί που περπατάς
σηκώσου όρθια και τρέχα στην αιώρα

Ζήσε το ρίσκο κι αν χαθείς θα με χαρίσεις
και θα με δώσεις στα παιδιά για σιγουριά
όμως στο λέω πως αυτά αν δεν τα ζήσεις
δεν θα το ζήσεις το δάκρυ απ' την χαρά

Φεύγω

Ένα αντίο ήρθα για να πω θα φύγω
μα θα σου γράφω πάντοτε στα όνειρά μου μέσα
λύνομαι χάνομαι ελπίζω λαχταρώ
κι άμα χαθώ βοήθησέ με να μεθύσω
σαν βγω από το όνειρο αυτό
θα υποκλέψω μια στιγμή για να χορέψω
θα γίνω άρχοντας τους σκότους θα χαθώ
και δε θα αφήσω να με πάρεις από πίσω
και στον αέρα σαν τον μαύρο αετό
θα συνεχίσω να σου γνέφω αν ψοφήσω
και στης ζώς μακάβριο σταυρό
θα κρεμαστώ και θα φωνάξω θα το ζήσω
άμα πεθάνω να με πάρετε από δω
σε 'αλλο όνειρο να πάω να ηρεμήσω
τα λεκιασμένα ρούχα μας του έρωτα θα σκίσω
και θα χαθώ από τον κόσμο θα χαθώ
αφού στον κόσμο τον δικό σου δεν θα ζήσω

Στιγμές ζωής θανάτου

Τελείωσαν τα αδικοχαμένα λόγια
στης τελευταίας συμφωνίας την βουή
Πέταξαν πάλι τα φτερά της συννουσίας
φύγανε χάθηκαν πολύ μακριά απ' την γη

Οι ψαρωμένοι αλήτες τρέξαν φύγαν μακριά
ψάξανε στ' άυλο ταξίδεψαν ξανά
πήραν βαθιά πνοή από τα βάθη
και έγνεψαν έντονα στο βάρβαρο παιδί

Έλα μαζί ακόμη μία νύχτα
αυτό το αναπάντεχο να κρύψεις δεν μπορείς
και πες μου όσα ψέματα κι αν θες
δεν την χαλάς όσο κι αν θέλεις την στιγμή

Γνέψε στην μέρα για να φύγει από δω
φέρε τ' αστέρια να χορέψουμε στον ίσκιο
ψεύτικα όλα ψέματα αλήθεις κι υποσχέσεις
χάθηκαν στ' άρματα της ηττημένης μας στιγμής

Ταξίδι

Ένα ταξίδι στον χρόνο
ταξίδι πέρα απ' τη γη
το ξερω όπου και να σαι
θα 'θελες να σουν εκεί

Γερασμένα καράβια
με κουφαίνει η βουή
σου το πα και χθες το βράδυ
η καρδιά μου πενθεί

Ακροβάτες στην θλίψη
κι η χαρά έχει εκλήψει
θα στο λέω για πάντα
με ζηγώνει η τίψη

Άυλη σύγχηση

Δεν ξέρω αν είναι παράνομο ή παράλογο να σ αγαπώ, δεν ξέρω αν πρέπει ή δεν πρέπει να το κάνω. Δεν ξέρω αν εγώ μπορώ να ζήσω με το πρέπει. Ποτέ δεν το κατάφερα. Ποτέ δεν κατάφερα να κάνω κάτι που πρέπει, όχι επειδή δεν ήθελα, μα δεν μπορούσα, δεν μπορώ να κάνω κάτι που έχει όρια. Και η αγάπη μου για κάποια πράγματα δεν έχει όρια. Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτήν για' δεν μ' αφήνει να την πλησιάσω, να δω πως είναι. Νοιώθω κάποια βράδια πως την πιάνω έτσι ζεστή που είναι. Νοιώθω ότι ότι και να κάνω δεν μπορώ να την αλλάξω, είναι σαν ένας μεγάλος βράχος από αλόκοτο υλικό που όσο και να τον χτυπάω όσο και να τον πειράζω δεν αλλάζει, δεν διαφέρει ποτέ από την αρχική του κατάσταση. Παρα μόνο όταν το θέλει η ίδια η αγάπη μου τελειώνει, και δεν μπορώ να την ελέγξω, ειδικά όταν το κάνει κάποια μεσάνυχτα που με αφήνει μόνο μου και γω αλλάζω σαν ένας γέρος λύκος στην όμορφη πανσέληνο που γίνεται άνθρωπος. Γιατί καρδιά μου δεν γίνονται οι άνθρωποι λύκοι... Οι λύκοι γίνονται άνθρωποι, γιατί αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να έχουν αισθήματα. Έτσι αθώοι που είναι, έτσι καθαροί από τον ρου της ιστορίας, είναι οι μόνοι που καταφέρνουν και αλλάζουν με το φεγγάρι. Κανείς άνθρωπος δεν είναι καθαρός. Πόσο μάλλον εγώ και εσύ. Εγώ και εσύ που κοροιδεύουμε το σύμπαν μέρα με την μέρα, μα ήμαστε και οι μόνοι που γινόμαστε λύκοι. Κάποιες στιγμές σαν να παγώνει ο χρόνος και να μαστε εμείς οι δυο μαζί στο πιο ψηλό σημείο ενός βουνού περιτριγυρισμένου από γκρίζα σύννεφα και φωτισμένοι από ένα ολόγιομο φεγγάρι να βλέπουμε τα αστέρια και να γελάμε. Γελάμε γιατί τα έχουμε καταλάβει τι κάνουν, μας μπερδεύουν. Πόσες φορές αναρωτήθηκαμε πόσα είναι χωρίς λόγο, χωρίς να πάρουμε μια απάντηση; Τελικά κατάλαβα ποια είναι η μαγεία. Να τα κοιτάζω και να τα ερωτεύομαι χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτά. Χωρίς να ξέρω ούτε από που προέρχονται, ούτε τι έχουν μέσα τους ούτε άμα αισθάνονται... Έτσι είναι η μαγεία στον έρωτα, ότι ερωτεύεσαι κάτι χωρίς να το ξέρεις. Έτσι ερωτεύτηκα την αύρα σου, αυτό που κατάφερνε και άγγιζε την καρδιά μου.. Μα είχες και ένα άλλο χάρισμα, κατάφερες να φτάσεις κοντά σε εκείνον τον αλόκοτο βράχο και δεν ξέρω γιατί αλλά φοβήθηκα, φοβήθηκα μήπως καταφέρεις να τον αλλάξεις εσύ πρώτη. Φοβήθηκα μην τον πειράξεις και μετά έβγαινε από μέσα κάτι κακό. Δεν ξέρω από τι είναι φτιαγμένος αυτός ο βράχος αλλά σίγουρα αυτόν δεν τον ερωτεύτηκα, δυστηχώς δεν μπόρεσα μέχρι στιγμής. Ίσως γι αυτό δεν κατάφερα ποτέ να του αλλάξω μορφή και σχήμα. Ίσως επίσης επειδή εσύ τον ερωτεύτηκες να μπορούσες, και νομίζω μπορούσες, μπορούσες να του δώσεις ότι σχήμα ήθελες.. Φοβήθηκα.. Έτρεξα πάλι σαν τον λύκο να ψάξω να βρω ένα φεγγάρι να τυφλωθώ από το φως του και να μην φοβάμαι, δεν το έβρησκα πουθενα και μόλις το βρήκα δεν τα κατάφερε, δεν με τύφλωσε, με άφησε να ζήσω την πραγματικότητα, μα με τιμώρησε, το κατάλαβα μετά από καιρό. Έριξε την άυλη άσπρη σκονη του στον βράχο μου. Και αυτό τελικά ήταν που άλλαξε χρώμα στον βράχο, τον έκανε γκρίζο, του άλλαξε και σχήμα, τον έκανε στρογγυλό, με αποτέλεσμα να κυλάει συνέχεια και να κυλάει και να μπερδεύει τόσο πολύ το μυαλό μου, πιο πολύ και από τα αστέρια. Το σύμπαν δεν στηρίζετε στην ηλιθιότητα τελικά, λάθως κάνατε.. Το σύμπαν στηρίζετε στα αστέρια, στον βράχο, στο φεγγάρι, στον λύκο, σε εμένα, σε εσένα. Χωρίς όλα αυτά δεν μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί να υπάρξει το σύμπαν αν δεν τα περιελαμβάνει αυτά. Δεν θα έχει κανένα νόημα χωρίς αυτά, στηρίζετε στην ύπαρξη τους, στην ύπαρξή μας. Και εμείς οι δύο καταφέραμε να το κοροιδέψουμε, καταφέραμε να το κάνουμε να νομίζει ότι μπορεί να υπάρχει χωρίς εμάς. Δεν είναι αστείο; Δύο άνθρωποι, δυο νέοι άνθρωποι να καταφέρνουν να κοροιδέψουν ένα ολάκερο σύμπαν. Σαν να άρχιζε κάποιος να μετράει τα αστέρια, πράγμα αδύνατο μα ίσως κάποιος κάποτε να νόμιζε πως πραγματικά μπορεί να το καταφέρει και να το κατάφερνε. Μα δυστηχώς είναι πολύ πιο δύσκολο να συνεχίσουμε να κοροιδεύουμε το σύμπαν, θα μας καταλάβει κάποτε και τότε θα μας τιμωρήσει με τον χειρότερο τρόπο. Θα ξαναφτιάξει εκείνο το ψηλό βουνό απ' όπου βλέπαμε τα αστέρια και γελάγαμε. Θα έβαζε τον βράχο έτσι προκλητικά στα πόδια μας και θα μας άφηνε για πάντα εκεί.. Δεν νομίζω πως θα άρχιζα να μετράω τα αστέρια όσος καιρός και να πέρναγε, δεν θέλω να μετρήσω τα αστέρια, μου αρκεί που τα βλέπω και με βλέπουν μου αρκεί που δεν τα ξέρω και δεν με ξέρουν. Μην τα μετρήσεις εσύ... Μην κάνεις το ίδιο λάθος που ίσως έκανα και εγώ, να αρχίσεις να τα μετράς, δεν έχει νόημα, θα πάψουν να σε τραβάνε. Και άμα το κάνεις πάλι θα επιβληθεί το σύμπαν και θα σε μπερδέψει. Θα αρχίσει να τα κουνάει σαν να ναι πυγολαμπίδες και θα κουνιούνται πέρα δώθε, πέρα δώθε χορεύοντας μέσα στο μαύρο φως της νύχτας και θα χάσεις το μέτρημα, και θα τα ξαναερωτευτείς. Να γιατί πέφτουν τα αστέρια, γιατί δεν θέλουν να καταφέρεις να τα μετρήσεις, δεν θέλουν να σταματήσεις να είσαι ερωτευμένη μαζί τους.. Αλλιώς δεν έχουν νόημα ύπαρξης ούτε και αυτά.. Γι αυτό είναι τυχεροί οι λύκοι, γιατί ποτέ δεν χρειάστηκε να μετρήσουν τα αστέρια, δεν μπόρεσαν, αρκέστηκαν στο να τα δούν και να φωνάξουν την συντροφιά τους να τα δει μαζί τους.. Δεν είναι υπέροχοι; Δεν μπορώ να ζω με το πρέπει, ίσως να τα καταφέρω και να μην χρειαστεί να υπάρχει το πρέπει. Ίσως καταφέρω να γίνω κάποτε λύκος, ή ίσως να είμαι και τώρα λύκος, δεν με νοιάζει. Και αν είναι να διαλυθεί η μαγία των αστεριών, αν είναι να αφαιρέσω το δικαίωμα τον λύκων σε αυτό που κάνουν, αν είναι να χαθεί για πάντα το φεγγάρι και το σύμπαν, αν είναι να αλλάξω το σχήμα του βράχου, αν είναι να τα κάνω όλα αυτά χωρίς εσένα προτιμώ να ξεχάσω το πρέπει και να κάνω αυτό που νοιώθω. Να γίνω τα αστέρια, το φεγγάρι, ο λύκος να γίνω ολόκληρο το σύμπαν και να κάνω κάτι ώστε να κρατηθώ, από εσένα, και να μπορέσω να αλλάξω τον βράχο από μόνος μου, να τον κάνω κόκκινο και να μπορέσω να τον χειριστώ, να τον καταλάβω, να τον εμπιστευτώ, να μπορέσω να καταλάβω ότι όλον αυτόν τον καιρό ο βράχος αυτός είναι ο εαυτός μου και να επιτέλους να τον ερωτευτώ...

Ουρανού νεκρολογία

Νεκρά σανίδια πάτησαν οι ηττημένοι θεατρίνοι
χάθηκαν μεσ' την άπονη ζωή τους
έσκαψαν τάφους έρημους χάιδεψαν τις αχές τους
ακούμπισαν το είναι τους χάσαν το πρόσωπό τους

Και γω γυρεύω για να βρω
έν' άλλο κόσμο αληθινό
γυρεύω μεσ' την νύχτα μόνος
του ουρανού θα γίνει σήμερα ο φόνος

Πετρωμένα πρόσωπα χαμογελάνε στις αρχές μας
το φαίνεσθαι ταράζει τα νερά του ουρανού
πέθαναν είπαν οι αλήτες στις γωνίες
τους έκαψαν- βιτριόλη στα όνειρα μικρού παιδιού

Ίσκιος στου ψεύτικου του ήλιου τις αχτίδες
βαρύς κι ασήκωτος μας κρύβει την συμπόνια
χάθηκε σήμερα η όψη της καρδιάς μας
κρύφτηκαν μέσα μας βαθιά μεσ' το σκοτάδι

Οι ουρανοί μαυρίσανε, φύγανε και οι λύκοι
μείναμε μόνοι μας στην άτρωτη λιακάδα του νερού
εδώ που μόνο καθαρή είναι η καρδιά μου
χάνεται ολότελα το μίσος, το κακό και η οργή

Έλα ν' αγγίξουμε μαζί τούτα τ' αστέρια
έλα να παίξουμε μαζί, σε αγαπώ
φύγε μακριά απο 'κείνα που οδεύουν στην συνήθεια
κάνε το ένα μάτια μου και το μοναδικό

Αντίο

Πόσο εκστασιακός φαντάζει ο έρωτας
όταν πράττεται για τελευταία φορά
πόσο συναισθηματικός είναι τότε ο έρωτας
κλαις όπως έκλαψες την πρώτη την φορά

Πόσο κοντά φαντάζει ο χωρισμός ο τελευταίος
χάνονται πρόσωπα, κυριαρχεί το δέος
το ξέρεις πιο καλά πως ειναι ο τελευαίος
με πιάνουνε τα κλάματα με πάτησε το δέος

Βραδιάζει τελευταίες στιγμές οι δυο μαζί
χάνεσαι απ' τα μάτια μου σβήνεται η στιγμή
έλα να ξαπλώσαμε για τελευταία φορά μαζί
αχ, έφθασε η άδικη η ώρα και η στιγμή

Ελευθερία

Ήρθε η ώρα, φεύγω να ζήσω
Πριγκίπισσά μου θα σ' αφήσω
Όλα φαντάζουν εύκολα, όλα φαντάζουν ήρεμα
Πάω να φύγω να εξαφανιστώ

κοιτάω τον καθρέφτη να φτιαχτώ
Τραβάω για άλλα θα χαθώ
Περίσσεψαν τα ψέματα, πάνε αυτά που έλεγα
κοιτάω απο εσένα να κρυφτώ

Όλα φαντάζουν εύκολα αυτή τη τελευταία στιγμή
Όλα φαντάζουν εύκολα το μίσος θα κρυφτεί
Θα βγεί εμπρός το εγώ μου, κοιτάω τον εαυτό μου
φεύγω για άλλα τώρα, για κλάματα δεν είναι ώρα

Βρήκα ένα δρόμο ελευθερίας
Θα πάω να πιω απ' τον βωμό της ευτυχίας
Από μπροστά μου θα χαθείς, μα ελπίζω να χαρείς
χτυπάν καμπάνες εκκλησίας

Χάνεσαι τώρα φεύγεις μακριά
θα είσαι πάντα μια ανάμνηση κακιά
Ποιος ξέρει αν θα σαι καλή, Αυτό μόνο απ' τον χρόνο θα φανεί
πόσο θα λείψει η αγκαλιά

Πρωινή συνουσία

Κουράστηκε η αυγή από το πρωινό το ξύπνημα
σήμερα είπε να σηκωθεί πιο αργά
και όλοι τρόμαξαν, βγήκαν έξω απ' τα σπίτια
έκαμαν να δουν τα αστέρια

Είχαν πολλά χρόνια να τα παρατηρήσουν
τι όμορφα που είναι
Έτσι όπως παίζουν με τις άυλες ουσίες τους
Πόσο υπερβατικά φαντάζουν

Ποια εικόνα κοιτάζουν τώρα αυτά;
μήπως μας βλέπουν;
Κι αν έχουνε ψύχή κι αυτά εκεί;
Τότες δεν μας κοιτάνε

Η νέα

Νύχτα, κάπου στo Παρίσι. Η Ιωάννα διαβάζει τις τελευτείες σελίδες ενός παλιού κακού βιβλίου. Το διαβάζει ίσως επειδή της θυμίζει ένα μεγάλο της έρωτα. Κρίμα, ποτέ δεν κατάφερε να φτασει τούτο τον έρωτα στα άκρα. Ήταν είναι και θα είναι ένας ανεπίδοτος έρωτας. Κουλουριάζεται στο κρεβάτι και τρέμει από το κρύο και την υγρασία. Έχει τρεις μήνες να τον δει. Και όμως της φαίνονται χρόνια, κάθε μέρα που περνάει, σαν να κουβαλάει σακί με τούβλα σε μια ατελείωτη έρημο. Τα δακρυά της χάνονται πριν φθάσουν στο κρύο πάτωμα. Οι σκέψεις την σουβλίζουν και το μυαλό της χάνεται μέσα σε λόφους συναισθημάτων. Για ακόμη μια φορά στέκεται άπραγη, μόνη, σ' ένα διπλό κρεβάτι. Τι να κάνει τώρα άραγες; Πως να περνάει την ώρα του; Ειναι με εκείνη τώρα; Γιατί δεν επικοινωνεί μαζί μου; Γιατί με αφήνει έτσι στον κρύο τον οντά μόνη μου; Η ανάμνηση του αλκοολ και η σκέψη του την οδηγεί σε ένα αμέθυστο συναισθημα πόνου. Ένα συναίσθημα πικρό, γλυκό, παράξενο. Δεν μπορεί να αντέξει τον εαυτό της άλλο. Θέλει να του μιλήσει. Θέλει να πάψει πια να είναι το άσπρο πρόβατο σε μια κοινωνία γεμάτη από μαύρα. Θέλει να μιλήσει δυνατά και ν΄ ακουστεί, θέλει να φωνάξει να ουρλιάξει να ματώσει τα άσπρα σεντόνια από αίμα της, θέλει να σκίσει τουν ουρανό στα δύο και να την καταπιούνε τ' αστέρια, δεν αντέχει άλλο. Κι αυτή.. Κι αυτή έχει αρχίσει και παίρνει την θέση της, δίπλα του, δίπλα στην μάνα του, στον πατέρα του, κοντά στους φίλους τους. Αχ αυτοί οι φίλοι τους, αν ήξεραν τι είπε αυτή η κοπέλα για την Ιωάννα, τι της έκανε, τι της προκάλεσε, δεν θα την πλησίαζαν. Αλλά παρ' όλα αυτά τους αφήνει να κρίνουν μόνοι τους σε έναν κόσμο άδικο που κυριαρχεί η ψευτιά, η υποκρισία οι δήθεν και οι συμφεροντολόγοι. Αυτή είναι όμως η Ιωάννα, ένα άσπρο πρόβατο ανάμεσα στα μαύρα. Είναι μάλλον, δεν ήταν αλλά είναι, και σκοπεύει να μείνει. Φοβάται να σταματήσει να είναι αθώα για να μην τον χάσει για πάντα, τρέμει στην ιδέα να τον χάσει για πάντα. Δεν θα τ' αντέξει, το ξέρω δεν είναι τόσο δυνατή, δεν είναι καθόλου δυνατή, ακόμα. Κάθε τόσο πηγαίνει στο ταχυδρομίο να δει μήπως της έγραψε. Δεν τον αφήνει η άλλη να επικοινωνεί κι έτσι το κάνει κρυφά, όπως το 'κάναν παλιά, όπως το κάναν οι ερωτευμένοι. Έτσι σηκώθει και βγήκε από το κρύο δωμάτιο, ντύθηκε και ξεκίνησε για το ταχυδρομίο. Ήσαν πολύ όμορφη σήμερα, ήσαν πιο όμορφη από ποτέ. Φορούσε ένα ολοκόκκινο παλτό, ένα μαύρο παντελόνι και κόκκινα παπούτσια μπαλέτου. Είχε βάλει και έναν πανέμορφο σκούφο που έκρυβε τις άσπρες τρίχες της στεναχώριας της. Κόκκινο κραγιόν έντονο και σκιές στα μάτια. Το χαμόγελό της έφερνε ζεστασιά στους παγωμένους ζητιάνους του Παρισιού. Έφθανε στο κεντρικό ταχυδρομίο. Μπήκε μέσα και πήγε κατευθείαν στον Χαβιέ, που την είχε πλέον μάθει, για να δει αν έχει κανένα Post Restance. Κι όμως, μετά από 2 μήνες είχε γράμμα του. Τώρα η λάμψη του χαμόγελού της τύφλωνε τις πικραμένες καρδιές των τριγύρω. Μια γιαγιά την κοιτάει και της χαμογελάει. Ανταποδίδει. Ο Χαβιέ σαν να του ήρθε γράμμα εκείνου πετάει από την χαρά του. Βγαίνει από το ταχυδρομίο ανοίγοντας τσαπατσούλικα το γράμμα. Κλαίει από την χαρά της.

“ Αγαπημένη μου,

Πάει καιρός που δεν σου έγραψα γιατί δεν έχω ξεπεράσει ακόμα αυτό που έγινε. Και απ' ότι ξέρεις δεν είμαι μόνος μου. Δεν είναι εύκολο για εμένα, πρεπει να με καταλάβεις. Μου έχεις λείψει πολύ. Δεν μπορώ να είμαστε μαζί όμως, όχι ακόμα, πρέπει να βρω τον εαυτό μου πρώτα. Ούτε με την Αθηνά μπορώ να είμαι όμως, είμαστε στα χωρίσματα. Θα πάω στης μάνας μου να τα βρω με τον εαυτό μου και μετά δεν ξέρω τι θα κάνω. Θα δούμε, χαίρομαι πολύ που είσαι καλύτερα και αλλάζεις. Είμαι πολύ πιεσμένος όμως Ιωάννα μου και πρέπει να με καταλάβεις. Θα έρθω Παρίσι μέσα Νοέμβρη στα γεννέθλιά σου να σε δω. Μην το πεις πουθενά, δεν θα το ξέρει κανείς. Εμείς οι δύο μόνοι, μαζί, ξανά. Σου έγραψα ένα ποιημα και θα θελα πολύ να το διαβάσεις και να μου πεις την γνώμη σου.”
Μια κόρνα αυτοκινήτου αποσπάει την Ιωάννα από το διάβασμα, είναι συγκινημένη, τρέχουν δάκρυα χαράς, είχε πολύ καιρό να χαρεί. Λυτρώθηκε σε μια στιγμήγια την προσπάθεια που κάνει με το αλκοολ και τον εαυτό της τους τελευταίους δύο μήνες.

“Θόρυβος
τα λαβωμένα μάτια μου αντικρύζουν το πάθος
στον δρόμο λευκές πινακίδες και άσπρα βαγόνια
περιθοριοποιημένα παιδιά ασπάζεται ο πόνος
στην άσφαλτο νεκρά απ' τον ήλιο τριζόνια

Νέκρα
οι παραλίες αδειάζουν στην όψη του ψίχους
τελευταία λεπτά σου λέω και παλεύω μονάχος
τελευταία συνθήματα από αλήτες στους τοίχους
ο ουρανός στενεύει, μεγαλώνει το βάθος

Ησυχία
οι γιαγιάδες σπάνε τα μαύρα κουτιά τους
μάνες γυρνάνε στις εικόνες του τότε
έρωτες γυρνάνε και κοιτάνε τα λάθη τους
κοιτάζω το ρολόι και ρωτάω το πότε

Αλήθεια
η άσημη μοίρα, μας κοιτάει στα μάτια
ο πόλεμος πάει κι η ειρήνη γυρνάει
μισοάδειος καπνός στα λατρεμένα καράβια
Η σειρήνα του κράτους σατην καρδιά μας χτυπάει

Πόνος
πεθαμένα πουλιά τριγυρνάνε στο νου μας
πράσινα φύλα στην αυλή κιτρινίζουν
αντικρίζουμε ολότελα τον ρου του μυαλού μας
στο σχολειό τα παιδάκια το θαρρούν και τσιρίζουν

Ταραχή
τελευταίες στιγμές τρέχω και κρύβομαι
κρύβω το πρόσωπό μου πριν να εκραγώ
για τα πάστα μου ξανά και πάλι θλίβομαι
συγχωρεσέ με μα, δεν τον επέλεξα εγώ”

Ήταν ένα υπέροχο ποίημα, λυπάμαι πάρα πολύ που δεν το διάβασε η Ιωάννα, λυπάμαι πολύ που χάσαμε την Ιωάννα όταν την χτύπησε εκείνο το άτιμο το αυτοκίνητο. Είναι κρίμα να μην μπορεί να χαρεί εδώ μαζί μας. Πάντως χαίρετε όπου κι αν είναι, και ξέρετε ίσως καλύτερα που δεν μπόρεσε τελικά να τον δει. Δεν θα άλλαζε κάτι. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε και μένουμε στα λόγια, δεν κάνουμε αυτά που λέμε αλλά δεν πειράζει, δεν πειράζει γιατί δεν είναι κακό να κάνουμε λάθη. Ειδικά όταν αυτό το έλεγε ένα άσπρο προβατάκι ανάμεσα στα μαύρα, που συγχωρούσε τα πάντα. Που δεν κράταγε κακία σε κανέναν. Είπαν πως όταν ήταν κάτω στην άσφαλτο ήταν χαμογελαστή, το αίμα κυλούσε στο μέτωπό της και έδειχνε για πρώτη φορά μετά από καιρό ότι δεν πονάει, ότι είναι καλά. Είπαν επίσης πως στο χέρι της κρατούσε ένα χαρτί που ίσως φταίει για το ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι μαζί μας. Το κρατούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε, το κρατούσε όπως κράταγε και όλους εμάς τόσα χρόνια. Εμάς, τα μαύρα πρόβατα...

Οβερτούρα 1812

Και να που ήρθε ο χειμώνας
άσπρος και παγερός όπως παλιά
τότε που ξεπροβάλαμε εσύ κι εγώ
στο παγωμένο προαύλιο του παλιού σχολείου

Και οι λέξεις χάνονταν,
μια μια σαν κάτι να τις απασχολούσε
και εσύ τις έψαχνες χορεύοντας
κι εγώ από πίσω μύπως τύχει και χαθώ

Τρομπόνια και βιολά ακούγονται
κι εσύ αρχίζεις να κουνάς τα χέρια σου
σαν διευθυντής ορχήστρας τα κουνάς
σ΄ακούω και χορεύω κι εγώ

Και θαύμα μαγικό από μακριά
μπαίνουν τα τύμπανα και τα ταμπούρλα
πέφτουν τα φύλα απ' τα κουρασμένα δέντρα
κι ο Τσαικόφσκι σ' ακούμπάει απαλά στα μαλιά

Την Οβερτούρα του σου παίζει τώρα
σαν μαριονέτα να σαι πιάνει τα χέρια σου και τα κουνά
και συ χαμογελάς σαν λούτρινο κουκλάκι
σαν τούτα με το έντονο το κόκκινο κραγιόν

Μου κάνει σήμα να 'ρθω κι εγώ κοντά
μου δίνει μια φλογέρα και μια ματιά
εμφανίζονται όλοι οι φίλοι μας
κουμπάροι και ξαδέρφια με βιολιά

Δυνατά πλέον όλοι παίζουν και κάνουν την νύχτα μέρα
πυροτεχνήματα στον ουρανό
το χαμόγελό σου πιο χαρούμενο από ποτέ
το βλέμα σου είναι πάντα αληθινό

Σ' αφήνει τα χέρια και τα κουνάς μόνη
όλα εξαφανίζονται κι όλοι
μένουμε μόνοι σ' ένα λιβάδι από πεταλούδες
έχει φύγει ο χειμώνας και μένει μόνο η μελωδία

Μ΄ αγκαλιάζεις, χορεύουμε μαζί
οι πεταλούδες με κάθε βήμα μας χαζεύουν
πάνε πιο μακριά και πιο μακριά
μια καρδιά μας φτιάχνουνε στον ήλιο

Νυχτώνει, μένουμε μόνοι με τ' αστέρια
σε χάνω κι η μελωδία μένει
αρχίζω και κουνάω τα χέρια δυνατά
η μουσική δυναμώνει, τρέμω ολόκληρος

Χορεύοντας σε ψάχνω εδώ κι εκεί
οι πεταλούδες χάνονται, χτυπάνε καμπάνες
δεν βλέπω τίποτα έχω τυφλωθεί
μόνο καμπάνες και την μελωδία

Και τώρα σας βλέπω πάλι όλους
δεν βλέπω εμένα αλλά δεν στεναχωριέμαι
βλέπω εσένα και τους φίλους μου
όλους αυτούς που αγάπησα κι αγαπώ

Παίζετε δυνατά την μουσική,
πλέον όλα τα φώτα είναι σβηστά
τα αστέρια πέφτουν με ρυθμό στην γη
κι εσύ εξακολουθείς να να τραγουδάς

Η Οβερτούρα 1812 συνεχίζει να παίζει, ο Τσαικόφσκι υποκλίνεται, σου φιλά το χέρι, κοιτάει την θάλασσα και χαιρετά, με χαιρετά.

Αστέρια

Αστέρια,
Κουρνιάστε δίπλα μου στο μαφημένο χαλί
Αφήστε την απροκάληπτη βία σας
Ελάτε να χορέψουμε

Αστέρια,
Σαν φύγετε από τον ουρανό
Διαλύστε τα τα ίχνυ σας μην και σας ψάξουν
ρίχτε καφτό υγρό στις ρίζες σας να ξηλωθούν
Ελάτε να τραγουδήσουμε

Αστέρια,
Πέστε για μια φορά όλα μαζί και όλα πάνω μου
πάρτε με μαζί σας πάνω εκεί
ελάτε να μεθύσουμε

Αστέρια,
κοιτάχτε 'κει πάνω που ήσασταν
δείτε πόσο όμορφα είναι εκεί πάνω
Ελάτε να αλλάξουμε

Αστέρια,
Πιάστε τις ουρές σας αν μπορείτε
Κυνηγήστε το αδύνατο αγάπες μου
Ελάτε να ερωτευτούμε

Αστέρια,
Γυρίστε πίσω στα ουράνια
πάρτε με μαζί σας όμως 'κει ψηλά
Ελάτε να φύγουμε

Ελάτε να πάμε μια βόλτα μακρινή
μακριά απ' όλους κι απ' όλα
μακριά απ΄ τους ίδιους μας τους εαυτούς
και να ψορέψουμε, να τραγουδήσουμε
να αλλάξουμε και να ερωτευτούμε,
ελάτε να φύγουμε

Ο ουρανός

Μου πες να δω τον ουρανό σήμερα
το λοιπόν τον είδα
μια γριά στην στάση λέει πως είναι καθαρός
Ψέματα είπε όμως μάτια μου
Σαν τον κοιτώ βλέπω κεθρέπτη την ασχήμια μας
στο βάθος κίτρινος απ' αέρια
άσκημος, σκούρος, πηχτός άσκημος
λες πως σε λίγο σαν στους Γαλάτες θα κατέβει και
-μπαμ-
θα μας πλακώσει, θα μας λιώσει
ολάκερος γι' αυτά που του κάναμε
θα πέσει πάνω μας και τ' αστέρια, αχ τα αστεριαα
τ' ατέρια θα μας πνίξουν στην στιγμή- λεπτό δεν θα κρατηθούνε
Έπειτα είπε η γριά
-Γύρισαν τα πουλιά γιόκα μου.
-δεν γύρισαν μα παλι φεύγουν
Πάλι ψέματα
φεύγουν μακριά απ' την απληστία, το μίσος
την διχόνοια, την χαζομάρα μας, τα λάθη μας
φεύγουν μακριά να γλυτώσουν απ' τον πόνο
που τα 'χουμε οδηγήσει εμείς ή άρεια φυλή, η άγρια φυλή
εμείς οι ηλίθιοι με τα σιδερένια πουλιά που μας πάνε βόλτες
Να κι ο ήλιος μάτια μου
φωτίζει τα πάντα και δίνει ζωή μου παν
δεν τον αγαπώ όμως εγώ τον ήλιο
δεν τον αγαπώ εγώ γιατί φωτίζει
μου φανερώνει την αλήθεια μάτια μου
φωτίζοιντας μου δείχνει όλα αυτά που γκριανιάζω τόση ώρα
Γι αυτό και μ' αρέσει το φεγγάρι
γιατί μου κρύβει τις αλήθειες
μου κρύβει όλα αυτά που μου δείχνει ο άκαρδος ήλιος
αυτός ο δυνατός τύπος που αντέχει και τα βλέπει όλα αυτά
γι αυτό προτιμώ κάποτες να κάθομαι
σ' ένα μακρινό βουνό αποβραδίς και να κοιτάω τα αστέρια
το ξέρω δεν είναι η αλήθεια- φοβάμαι την αλήθεια
μα είναι τόσο όμορφα και ειρηνικά
να μην βλέπεις τα μούτρα μας πως γίναν
Οπότε μην μου ζητάς να δω τον ουρανό
είναι καθρέπτης άτιμος και με πονάει στ' αλήθεια
έλα ένα βράδυ αγκαλιά να δούμε τ' ατέρια
και τίποτε άλλο πιο αγνό απ' αυτό

Ξένος

Πάτησε τη λουλουδιασμένη τάφρο μας ξένε
Και μπες μέσα στά έγκατα της γης μας και πες
πες μας τι είναι αυτό που μαραίνει τα πράσινα δάση μας
τι είναι αυτό που μας πνίγει τον αερα;

Κάτσε ξένε θα σου τα πω όλλα
και για τις καταιγίδες και την μπόρα, για τα παρασιτικά πουλιά
μα ένα πράγμα δεν θα μάθεις ξένε
πως στης αγάπης μου την ώρα την μεγάλη θα σ' αφήσω

Διάλογος

Και 'σύ; Σαν τι μου φέρνεις τούτη την άυλη ώρα;
Κύρος ντροπής και ατέρμονη δουλειά για κλεύτες
Και τωρα; Και τώρα 'γω σαν τι ν 'απογείνω δούλε;
Ό,τι ήσουν πριν αρχόντισσα, μια ψεύτρα,

Διαλογή

ένας ροφός και ένα μπαρμούνι
δυο ψάρια διάφορα του καθενός
δυο ψάρια αταίριαστα εντελώς
το 'να σούπα να το κάνεις
τ΄άλλο ψητό να γίνει
ποιο σ΄αρέσει καλύτερα
-κανένα πιότερο του άλλου
διάλεξε ποιο θα φτιάξεις
-κανένα πιότερο του άλλου
διάλεξε πιέζει ο χρόνος
διάλεξες λάθος
τα 'χασες και τα δύο

διάλεξες;

Επτά χιλιάδες και τρεις

Επτά χιλιάδες και τρεις
φωνές διψασμένων φυτών

Φυτά σε γλάστρες
που βγάζουν την ρίζα τους και σιγοφεύγουν

Φυτά στον ισκιο ξαπλωμένα
ψάχνουν το φως του ήλιου στο περβάζι

Φυτά που την αιώνια δίψα τους
στο ιδρωμένο στήθος τους ζητούνε

Φυτά στο δρόμο της ντροπής
ψάχνουν κι αλλάζουν μονοπάτια

Φυτά πνιγμένα απ' τον καπνό
φυτά αγριεμένα

επτά χιλιάδες και τρεις
φωνές διψασμένων φυτών

Εμεις οι μαθητες

Εμείς οι μαθητές...
Εμείς που καταλαμβάνουμε φασιστικά και βίαια τα σχολεία μας
Εμείς οι μαθητές...
Που στα μάτια σας είμαστε μειοψηφίες και γόνοι οικοδόμων
Εμείς οι μαθητές...
Που δεν διαβάζουμε ασχολούμενοι με ουτοπίες
Εμείς οι μαθητές...
Που δεν αφήνουμε να γίνει μάθημα στην τάξη
Εμείς οι μαθητές...
Που και κουκουλοφόροι ήμαστε
Εμείς οι μαθητές...
Που δεν βιάζόμαστε από 16χρονες Ουκρανές
Εμείς οι μαθητές...
Που συμφωνούμε να σηκώσει ο Αλβανός την σημαία
Εμείς οι μαθητές...
Που κλείνουμε τους δρόμους με πορείες
Εμείς οι μαθητές...
Εμείς οι μαθητές έχουμε όνειρα πολλά και διάφορα
εχουμε θάρρος κι αντοχή για να δακρύσουμε
εχουμε όνειρα που στα μάτια σας θα γίνουν εφιάλτες
εμείς οι μαθητές σήμερα δεν θα γυρίσουμε την πλάτη
εμείς οι μαθητές που λογοκρίνετε
αύριο μεθαύριο και πάντα θα έχουμε την ουτοπία
ουτοπία να ξεχνιόμαστε από αυτά που κάνετε
αλήτες μας λέτε...
Εμείς οι μαθητές σας συγχωρούμε και...
Τι να πούμε παρά καλό απόγευμα...

Εσυ

Τα μάτια σου,
ηλιαχτίδες φωτιάς και αποκρίσεις λάβας
Τα μαλιά σου,
καλώδια παλιού τηλεφώνου που καλούν τα όνειρά μου
Το σώμα σου,
αμαζόνιος με σπηλιές, μεγάλους γκρεμούς
Τα πόδια σου,
ζευγάρι παιδιών που χαλάνε τον κόσμο
Το γέλιο σου
συμφωνία του Μότσαρτ με απόντα το Τσέλο
Το στόμα σου,
τρύπα στο δρόμο που ελπίζω να πέσω
Το χιούμορ σου,
κωμωδία του Σαίξπηρ, τραγωδία με Τσάπλιν
Το βλέμα σου,
παλιό deux chevaux που ποτέ δεν τρακάρω
Η σκέψη σου,
άγνωστη πυραμίδα θαμένη στην άμμο
Η αναπνοή σου,
φοβισμένη γάτα κρυμμένη πίσω απ' τη γλάστρα
Η αύρα σου,
αέρας στέπας, ξεριζώνει τους φόβους
Ο πόνος σου,
κρυμμένος καλά σε τάφρο αρχαίος θεός λύκος
Εσύ,
απλησίαστ' αγάπη που σιγά με καλεί

Ο νέος

Μεσάνυχτα κάπου στην Αθήνα. Ένας νέος κάθεται σε ένα παγκάκι παρέα με το μικρό του σκύλο. Τον πλησιάζω γιατί μου κινεί την περιέργεια ένα παιδί μόνο του μέσα στο πάρκο. Κάθομαι από πίσω του και τον παρατηρώ. Έχει πάρει αγκαλιά το σκύλο του και του μιλάει. Αφήνω πίσω τις δουλειές που έχω να κάνω και κάθομαι να τον ακούσω. Ναι. Λέει ένα ποίημα. Σαν αυτά που διάβαζα θυμάμαι τότε που ήμουν κι εγώ στην ηλικία του. Φαίνεται στεναχωρημένος. Βγάζει ένα στυλό και ένα χαρτί από την τσέπη του και αρχίζει να γράφει ενώ τραγουδάει τραγούδια παλιά, σιγά, για να μην ξυπνήσει τον σκύλο που κοιμάται στην αγκαλιά του. Τον βλέπω να βγάζει από την ταμπακιέρα ένα στριμμένο τσιγαριλίκι. Το ανάβει και δείχνει να το ευχαριστιέται. Όχι, όχι δεν το ευχαριστιέται, δείχνει να ηρεμεί και να ανακουφίζεται από την πληθώρα σκέψεων που του' χουν καταλάβει το μυαλό. Αρχίζει να γράφει στο χαρτί και δείχνει να δακρύζει σε κάθε αλλαγή σειράς. Έχει περάσει μισή ώρα και έχει ανάψει ένα δεύτερο τσιγάρο. Το ποίημα το χει βάλει μέσα στην ταμπακιέρα πια και τώρα κοιτάει τα θολά αστέρια που μισοκρύβονται πίσω από τα αχνιστά σεπτεμβριανά σύννεφα. Ξαφνικά ένα φως παίζει εδώ και εκεί πάνω στα δέντρα πλησιάζοντας τον νεαρό. Ξαφνικά εμφανίζονται δύο αστυνομικοί και ο νεαρός ταράζεται, σβήνει το τσιγάρο και σηκώνεται να φύγει. Οι αστυνομικοί τον σταματάνε και αυτός ανήμπορος να αντιδράσει στέκεται εκεί πλάι στο σκύλο του και τους περιμένει. Μόλις φτάνουν ανοίγουν την ταμπακιέρα, πετάνε στο χώμα το χαρτί με το ποίημα και κοιτάνε τον νεαρό με μίσος κυριευμένο από την εξουσία. Ο νεαρός τους λέει συγνώμη και πως δεν φταίει αυτός, τους φωνάζει συνέχεια ότι πονάει. Ξέρω που πονάει. Στην καρδιά. Αυτό το μέρος που μόνο οι νέοι άνθρωποι έχουν σε λειτουργία. Όχι όλοι, όχι αυτοί που εκείνη την ώρα έβλεπαν τηλεόραση ή έπαιζαν με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι τους. Αυτός ο νέος που καθόταν μόνος του και σιγοτραγουδούσε γράφοντας για ένα πράγμα που του τάραζε το μυαλό, για κάτι που χρειαζόταν λίγο χασίς ώστε να το ξεχάσει. Οι αστυνομικοί αρχίζουν να τον χτυπάνε και αυτός να δακρύζει και να βογκάει σε κάθε τους γροθιά. Ο μικρός σκύλος γαβγίζει στους βασανιστές του αφεντικού του. Έρχεται η ώρα να τον μαζέψουν στο τμήμα. Ο νέος μάταια προσπαθεί απλώνοντας το χέρι του να πιάσει το χαρτί που έχει πατήσει ο αστυνομικός. Ένα χαρτί είναι θα μου πεις μα γι αυτόν σημαίνει πολλά. Το σέρνουν ενώ εκείνος φωνάζει ότι πονάει και ότι δεν φταίει. Πλησιάζω στο παγκάκι όπου ο σκυλάκος κλαίει και κοιτάει το μέρος από το οποίο έφυγε ο νέος. Τον χαϊδεύω για να ηρεμήσει και αυτός αδιάλλακτος κοιτάει στο βάθος και σηκώνει τα αφτιά του στο άκουσμα των τελευταίων ουρλιαχτών του νέου. Πίσω μου είναι το χαρτί μισοθαμένο στο κρύο χώμα. Το παίρνω και το ανοίγω με ευλάβεια. Είναι ένα ποίημα, Ίσως το μόνο πράγμα που με έχει κάνει να νιώσω τόσο έντονη θλίψη στην ζωή μου. Δεν είναι ότι είναι τέλειο από ποιητικής απόψεως μα μόνο και μόνο που είναι βρεγμένο από τα δάκρυα ενός νέου, ενός νέου που μου έμοιαζε ήταν για μένα ένα μαχαίρι στην καρδιά μου. Αφού το διάβασα ξάπλωσα στο παγκάκι με το χέρι μου να χαϊδεύει το σκυλάκι και το ποίημα στιβαγμένο πάνω στο στήθος μου. Αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα μου..

Που είσαι; Το φεγγάρι έχει βγει και ακόμα να θαρρείς πλάι του
ο σκύλος ανυπομονεί να γιορτάσει την άφιξή σου
δεν το ξέρει όμως ζωή μου. Δεν έχει καταλάβει τίποτα
στέκει εκεί κουνώντας την ουρά τους αγνοώντας ότι δεν θα σε ξαναδεί
δεν έχει καταλάβει ότι η "μαμά" του τον αφήνει
δεν έχει καταλάβει ότι τα χάδια σου δεν θα το ξαναζεστάνουν βράδυ

Που είσαι; Χθες το βράδυ πάλι έλειπες από τα όνειρά μου
εδώ κοντά μου έχει κάτσει και με κοιτάει ένας γέρος
έχει καταλάβει ότι κλαίω και με κοιτάει συνέχεια
προσπαθεί να καταλάβει τι με κάνει και κλαίω
δεν ξέρει ότι σε έχασα μια για πάντα
δεν ξέρει πως σήμερα το βράδυ και τα υπόλοιπα βράδια θα κοιμάμαι μόνος

Που είσαι; Με έχεις αφήσει και πίνω μπροστά σε γέρο άνθρωπο
που είσαι να με σταματήσεις από το ρεζίλι
όπως τότε που με κοίταζες περίεργα κάθε φορά που κατέβαζα σαν νερό την ρακί
κλαίω, τ' ακούς και δεν είσαι εδώ να μου πεις να ηρεμήσω
δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν ήμαστε πια μαζί
δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη μου με άφησε

Γιατί δεν είσαι εδώ να σου αποδείξω ότι κάνεις λάθος
να σου αποδείξω ότι δεν φταίω σε τίποτα
πως ότι σου είπα ήταν απλά για να ζηλέψεις
ότι πίστευα πως θα σε χάσω από εκείνον
δεν έχεις καταλάβει ότι θέλω μόνο εσένα
δεν έχεις καταλάβει ότι η ζωή για μένα πια δεν είναι τίποτα

σε αγαπάω. το ξέρω δεν πρέπει να το λέω πια
πρέπει να το ξεχάσω. δεν μπορώ.
δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα.
σε αφήνω, να περνάς ωραία.
να κάθεσαι θέλω μόνο δίπλα στο φεγγάρι
να ακουμπήσεις την θάλασσα, να το κάνω κι εγώ
για να σε νιώσω, το έχω ανάγκη
αντίο

Παιδεία

σήμερα κάτι εγινε
και φταίει "αυτό"
μα γι' "αυτό" δεν φταίει το ίδιο
άρα φταίει η πολιτεία
μα η πολιτεία είμαστε εμείς
άρα φταίμε εμείς οι ίδιοι
μα εμείς δεν γεννηθήκαμε έτσι
άρα φταίει η παιδεία
μα γί' "αυτό" λοιπόν φταίει η παιδεία
άρα η παιδεία είναι η αρχή των πάντων

Παλιές φωτογραφίες

Παλιές φωτογραφίες
στο πάτωμα ριγμένες
γράμματα τύψεις κι αγκαλιές
απ' το μυαλό βγαλμένες
κραυγές οργής και έρωτα
κραυγές αγριεμένες
αίματα πόνος και σκοτάδι
οι μέρες μετρημένες
τις άδειες κρεβατοκάμαρες
ψάχνει στον ύπνο σου

Σαββατο μεσημερι

Μένουν μόνο τα λεπτά
η ώρα έχει σταματήσει
μόνο ο μεγάλος κουνιέται
ο μικρός αρχίζει να μαγκώνει

Εσύ ετοιμάζεις την φυγή
τη φυγή για το χάος
κι εγώ μόνος μου μένω εδώ
και βουλιάζω σαν πέτρα στ’ ανοιχτά

Λίγα λεπτά ακόμη άσε μου
έπειτα χάσου
χάσου γιατί πονάω
πονάω και συ φεύγεις

Κάνεις μεγάλα βήματα
Και η μεγάλη πόρτα ανοίγει
γυρνάς. Ένα χαμόγελο
τίποτα άλλο δεν θα μείνει

Χάνεσαι μέσα στο φώς της ημέρας
σαν λουλούδι χειμωνιάτικη βραδιά
πίσω σου αφήνεις αυτό που είχες
μα είναι πια ανόητο, χαζό, παλιό για σένα

Το ποτήρι έχει αδειάσει
Ο πάτος φαίνεται μεγάλος
Κόκκινη στάμα έχει μείνει μόνο,
Πάνω, από τα χείλη που φιλούσα

Σε χάνω και δεν ξέρω άλλο πια
μονοπάτι δεν έχω να πατήσω
μόνο ένα μεγάλο και τρελό
μονάχα να γκρεμίσω

οι εικόνες χάνοται μια-μια σαν τραπουλόχαρτα
που αέρας τα φύσηξε κει στα ψηλά
σβήνουν μαζί σου η χαρά κι η λύπη
δεν μένει πια συναίσθημα ορθό

Θα αργήσω να σε δώ καρδιά μου
θα πάρει μήνες, χρόνια
μα να σαι σίγουρη ζωή μου
θα ναι για μένα ένας αιώνας

Θέλω να ζήσεις με χαρά
να μου γελάς απ τα μακρινά
το “ο” σου το ωραίο
να φωνάζεις, να μου κάνεις

Τα λεπτά τελείωσαν
το ρολόι ξαναρχίζει απ’ την αρχή
και νιές εικόνες ήρθανε με μιας
μα υπάρχει μια που σου μοιάζει
η εικόνα είσαι εσύ…

Ποίημα

Αυτό που πιάνει το χέρι μου
και το ενώνει στου άλλου
αυτό το πρόσωπο
τ' αγγελικό
αυτό το ποίημα είναι
αυτό που εσείς ξεχνάτε
στα μπαρ και στα μπουζούκια
ρεζίλιδες
μαλάκες
άνθρωποι

Παρατηρητης οασεων

Σαν τον αρχαιολόγο ψάχνω στα βάθη της ψυχής σου
να βρω τι θέλεις, τι ποθείς και τι ζητάς
μα σαν ξυπνάω από τον λύθαργο, απ' τον ύπνο
βλέπω πως τούτο που παλιά είχα σαν τέχνη
ν' αντιλαμβάνομαι απ' τα μάτια την αλήθεια
δεν το μπορώ σε 'σενα να εφαρμόσω
δεν εννοώ να καταλάβω τούτο εδώ:
σαν θέλεις ν' αγκαλιάσεις το κορμί μου;
η μάλλον θε να το πετάξεις έξω;
σαν θέλεις να φιλάς αυτά τα χείλη;
ή μάλλον θε να τα κτυπήσεις να πονάν;
σαν θέλεις ν' αγαπήσεις την ψυχή μου;
ή μάλλον να την βλέπεις να διψά;
σαν θέλεις να σε ερωτευτώ;
ή μάλλον θε να σε μισήσω;
ένα είναι σίγουρο αρχόντισα, κυρία των ονείρων,
πως σαν αρχαιολόγος απόλυμαι και βρίσκω άλλη τέχνη,
και επιλέγω τα πουλιά σα παρατηρητής να βλέπω
για να μη χάσω αυτό που νοιώθω στην καρδιά
την περιέργια έντονα, αλήθεια σου το λέω φίλη
πρώτη, σου λέω πρώτη τούτη τη φορά τη ζω.

Παραμύθι

Παλάτια σε άμμους με κάστρα και βράχους
Τα ωραία σου λόγια καπνοί ανθρωπιάς
Όμορφες νέες σε ατσάλινους κάμπους
σαν οι στίχοι οδηγούν στον ναό της φωτιάς

Άχρωμα μάτια ζητάνε ελπίδα και θάρρος
Τα όμορφα αστέρια φωτίζουν την γη
και γω στης καρδιάς μου ζητάω το βάθος
ένα χαράς μήνυμα στην αυγή

Το νέο κουστούμι φοράς σαν χιονίζει
με τις σκέψεις κοντά σου βουνό
Το κύμα στα πόδια σαν ατμός που αφρίζει
και ζητάω να αφρίσω κι εγώ

Τασάκια γεμάτα και μπουκάλια απο μπύρες
περιπλανιούντε στο βάθος καπνοί
Τσακώνονται πάλι σαν παιδια χαλασμένα
και τριγύρω δυνατοι ειναι οι αχοί

Κόκκινοι τοίχοι γεμίζουν το βλέμα
γερασμένα φρικιά ζωγραφίζουν τ' αστέρια
πριγκίπισες ψάχνουν να φορέσουν το στέμα
μα ο μπαμπάς είπε στο παιδί
πως όλα γιε μου είναι ψέμα

Σημερα γιοι πεθαινουν

Μισώ αυτό που πρόκειτε να κάνω τώρα. Δεν μου αρέσει να γράφω όταν είμαι νευριασμένος, και είμαι πολύ, δεν μου αρέσει αυτό.

Ο μήνας άνοιξε σήμερα στραβά
άσπρα τα σύνεφα μα μαύρα τα παιδια
Στο προπυλαίων την πλατεία καθισμένοι
κάτω από ήλιο πέντ' έξι ξαπλωμένοι

Η πορεία αρχίζει..
φωνές, κόσμος παιδιά, παιδιά

Και έρχετ' η ώρα η γαμημένη
πιστόλι από τον ουρανό

μαύρη η ώρα την στιγμή που πυροβόλησε κανεις
μέσα σε παιδιά παιδιά

και ειν' απίστευτο ρε σεις
δεν ήταν ματατζής...

μικρό παιδί... με πιστόλι στο χέρι
μπουρδέλο η παιδεία σήμερα

Τεμπονέρα παρέα σου 'ρχετε
μα α σου έρθει κι άλλοι πολλοί
θα σου ρθουνε

Δόξα και τιμή σε σένα
Δόξα και τιμή στο κίνημα

Τι είμαστε

Μιά γενιά μετράει τ' αστέρια
μια γενιά άγρια
μια γενιά σκληρών παιδιών
μια γενιά άγρια
μια γενιά παιδιών που ψάχνουν
μια γενιά άγρια
μια γενιά νεκρά παιδιά στα κάγκελα
μια γενιά άγρια
μια γενιά γεμάτη μίσος
μια γενιά άγρια
μια γενιά που αναρωτιέται
μια γενιά άγρια
μια γενιά που τ' αγαπά
μια γενιά άγρια
μια γενιά μια μούτζα
μια γενιά ντουζίνα μείον δύο
μια γενιά ενδοιαμέσου αυτά το συν
μια γενιά αγριεμένη

είμαστε

Συμπτωσεις

Συμπτώσεις
τι πιο τραγικό
τι πιο ωραίο
απ' αυτό

Η τύχη
τι πιο κακό
τι πιο καλό
από τούτο

Η μοίρα
δεν ξέρω η μοίρα τ' είναι
ειναι κάτι...

Τώρα πια είναι αργά

Τώρα πια είναι αργά,
οι μανάδες φώναξαν τα παιδιά να γυρίσουν πίσω στο σπίτι
το φως του ήλιου κρύβεται πίσω από τα απότιστα ταλαιπωρημένα δέντρα
Τώρα πια είναι αργά, οι ειδήσεις τελιώνουν και αρχίζει το δράμα
οι πληγωμένοι στρατιώτες σκοτώνονται από έλλειψη αγάπης
όλα τελειώσαν
Τώρα πια είναι αργά.
Η κουρτίνα του παραθύρου έχει πια κιτρινίσει από τα τσιγάρα
Το πεθαμένο φεγγάρι ανάβει τ' αστέρια του νου
μπας και ξυπνησεις
Τώρα πια είναι αργά.
ότι κι αν κάνεις όπως κι αν ζήσεις αυτή θα είναι μακριά
Κάποια άλλη θάλασσα θα την μαγεύει στο βάθος της σιωπής
όλα τελειώσαν
Τώρα πια είναι αργά,
γιατί δεν πρόσεχες πριν τραβήξεις άλλο φύλλο
γιατί δεν άφησες τα φύλλα σου όπως ήταν να κερδίσεις
Τωρα πια είναι αργά,
κάηκες στον βωμό της άγριας συνοικίας
τα κόκκαλά σου λιώμα είναι πια και δεν υπάρχουν
όλα τελειώσαν
Τωρα πια είναι αργα,
προσέχετε σας λέω κι εσείς εκεί μακριά
μην χάσετε αυτό που αγαπάτε απ τα μάτια σας ποτέ
Τώρα πια είναι αργά,
δεν θα το βρείτε πάλι πλάι σας
και θα χρειαστεί να πείτε αυτή τη γαμημένη φράση
όλα τελειώσαν

"0"

Ποια η ουσία να δείχνουμε ξένοι
Σε μια κοινωνία που χωρίς εμάς δεν μπορεί

Για ποιον λόγο ξεχνάμε αυτά που έχουμε
Σε μια κοινωνία που έχει ανάγκη να θυμάται

Ποια η ουσία να πλάθουμε πρόσωπα και μάσκες
Σε μία κοινωνία γεμάτη από τέτοια

Για ποιο λόγο να πούμε ψέματα
Σε μια κοινωνία που η αλήθεια έχει ξεχαστεί

Ποια η ουσία να μπερδεύουμε το είναι
Το είναι που το φαινεσθαι αφανίζει

Δεν μας καταλαβαίνω
Ο άνθρωπος είναι μια κούκλα;
Είναι μια μαριονέτα μαγική που την κουνάμε μόνοι μας;
Ο άνθρωπος έχει και πρόσωπο, και δεν είναι ξένος ούτε μαριονέτα

Ξεχνάμε ποιοι είμαστε, τι κάναμε που πάμε και τι θέλουμε
Οι απόκριες δεν είναι ολάκερο το χρόνο εορτή

Carpe diem

Μέσα σε ένα μπουκάλι πειρατικό
Κρυμμένο και θαμμένο μες στης άμμου τα λαγκάδια
Βρήκαμε μια παρέα εμείς παιδιών
Ενα χαρτί βγαλμένο από τον χρόνο, μαγικό

Ιδρώσανε τα λερωμένα μας ποκάμισα
Τα μετωπά μας κρύα σαν το χιόνι
Καθώς η αγωνία τα μέσα μας στοιχειώνει
Σαν κλικα γύρω κάτσαμε να δούμε

Είμασταν όλλοι νέοι και γι’ αυτούς καταραμένοι
Γι’ αυτούς που θέλουν τα παιδιά υπνοτισμένα
Αυτοί που χθες μας βάζαν μία γυάλα να κοιτούμε
Εκείνη που απ’ τα θέλω μας φαντάζουν φοβιζμένοι

Όλλοι μ’ αρχαία ονόματα και όλλοι αγριοποί
Από τα εφτά μέχρι τα δέκα στ’ αγριονήσι
Οσάν η μοίρα μας είχε τειμωρήσει
Δέκα χρονώ παλιόπεδα μας φόναζαν οι γέροι

Και ξάφνου εκεί που ανοίγουμε τον χάρτη τον θαμένο
Νομίζοντας πως δρόμο θα χει για μεγάλο θησαυρό
Και θα μας κάνει πλούσιους για μια ζωή
Βλέπουμε μόνο ένα πουγκί και ΄να τετράστιχο γραμμένο

Η τρέλα μας ξεκίνησε σαν χάθηκε ο δρόμος απ’ τον χάρτη
Τι χαζαμάρα που έλλειπε αυτό που χρειαζόμασταν στ’ αλήθεια
Αυτό που θα μας οδηγούσε στην βοήθεια
αυτό που θα μας έκανε όλλους πλούσιους για μια ζωή

Μόνο αυτό το κακογραμμένο τετράστιχο
Φάνταζε τέρας στα μέχρι τώρα γνωστικά μας
Και τι να κάναμε, τι έμενε ν’ ακούσουμε
Τι άλλο απ’ αυτό το στίχο τον απόηχο

“Ποτέ μην το πετάξεις τούτο το μπουκάλι,
πάντα να το χεις δίπλα σου μέχρι και να πεθάνεις
και πάντα να κοιτάς απ’ όλες τις γωνιές αυτό το χάρτη
το carpe diem είναι αυτός ο θησαυρός στην λάσπη”

Νέοι είμασταν όλοι μας και σαν δεν ξέραμε από τέτοια
Τον χάρτη βάλαμε ξανά μες στο μπουκάλι
Και το πετάξαμε βαθιά στην θάλασσα και πάλι
Καθώς λεφτά δεν είχε μήτε θησαυρό.

Και πίσω πήγαμε στα σπίτια μας κλαμένοι
Φάγαμε όλοι και πληθήκαμε στο μπάνιο
Και στο ντιβάνι κάτσαμε να κοιμηθούμε
Σκεπτόμενοι μα όλοι μας θλυμένοι

Και κει που εγώ εξάπλωσα πάνω στο μαξιλάρι
Όνειρο ήλπισα να είναι αυτή η ιστορία
Και να ξυπνήσω πάλι το μπρωί μπροστά μου να χω αυτόν τον χάρτη
Μα να’ ναι αληθινός με θησαυρό και τα παιδιά να το χουν πάρει

Μα τέτοιο όνειρο ποτέ μου δεν το είδα
Ξύπναγα μόνος και ανήσυχος στην νύκτα
Σα να ταν δίπλα μου ο πειρατήςς με την σφυρίχτρα
Δεν ήταν όνειρο μα μία οπτασία αληθινή

Τωρα όμως μεγάλωσα και έκλησα τα εξήντα
Οι φίλοι αυτοί με άφησαν
Ή εγώ τους άφησα δεν ξέρω
Τωρα χρονια πολλά περάσανε, κάπου στα πενήντα

Χρόνια είπα πέρασαν πολλά μα το τερτράστιχο εκείνο
Δεν το μπορώ να το ξεχάσω
Για μένα σήμαινε πολλ όσο και για άλλους
Όχι για αυτούς που ήξερα σε άλλους το αφήνω

Διάβασα και μαθα γι’ αυτό το carpe diem
Και τα κατάλαβα όλα αυτά και έσφαξα το νήμα
Δεν ήταν θέμα να το βρεις στο λεξικό σαν λήμα
Ήτανε δύσκολο να το εζήσεις

Και τώρα το κατάλαβα καλά αυτό που έγραφε
Ήταν αυτό που έκανα όλα αυτά τα χρόνια
Αυτό που έσπαγε τα αρμάτινα δεσμά
Αυτό απόφάζιζε διέταζε και έλεγε

Μου λεγε μα δεν το ήξερα- που να το ξέρω
πως στην ζωή αυτή τη λίγη που θα ζεις
ότι κι αν κάνεις μα ότι και να πεις
σαν να ναι η τελευταί μέρα στον κόσμο τούτο

να το φωνάζεις δυνατά και να το κάνεις δίχως αφορμή

Άγραφο

Η μπόρα, βροχερή μερά τουτη
άγριος άνεμος και ο κόσμος αργεί
Ομπρέλες η καρδιές ξεχασμένες
άδειο τρένο άδεια τώρα η ψυχή

Το νέφος στην αθήνα με κόπο
ψαχνεις να βρεις τι σε θέλει η ζωή
στην δίνει να βαράς τη καρδιά σου
μα δεν έχεις άλλη έπιλογή

Και ο ήλιος αχ ο ήλιος στη δίνει
πάντα χαρούμενος και γελαστος
παιδάκι τον ζωγράφιζες έτσι
και τώρα να θέλεις να τον κάμεις νεκρό

Η ζωή σου σαν παράξενη μέρα
ούτε να ξέρεις τι θα πει το λεπτό
Η ώρα πια σου φαίνετε λίγη
λίγη σαν το ξεχασμένο ποτό

Οι στίχοι, μπερδεμένες κορδέλες
άσπρο φόρεμα ο αερας φορεί
και οι λύκοι πεινασμένοι ζητάνε
λίγο αίμα λίγη σάρκα στη γη

Κι εσύ σαν παράξενο βλέμα
βλέπεις γύρω στο κόσμο να δεις
το πλήθος που σου φαίνεται μίσος
για εμένα η καρδιά σου μισή

Και φεύγω σαν παλιός Δον κιχώτης
Άλλους πύργους και κοπέλες να δω
μα ψάχνω στον αιώνιο πλούτο
μόνο αυτό το λίγο άληθινό

Πεθαίνω και η καρδιά μου σε χάνει
Σαν το λουλούδι που δεν έχει νερό
Μιζέρια και η πλατεία είναι άδεια
άδεια σαν τις φοβισμένες αρχες

Και κλείνω την μόνοτονη μέρα
μ' ένα ουίσκι και λίγο μίσος και φως
Και αφήνω τα ματάκια της μέρας
Γεια σου λέω αυριό θα μαι δω...

..Αλλαγές..

Τι ξαφνικός που είν' ο έρωτας
την μια στιγμή σε κάνει να πονάς
σαν εν' αγκιστρωμένο ψάρι στην απόχη -σπαρταράς
την άλλη γέλιο και χαρά μαζί
σαν το πεντάχρονο ψηλά στη μαύρη ράχη -ψηλά πετάς

Τι θλιβερός που ειν' ο έρωτας
σαν φύγει ο ένας απ' τους δυο
μοιάζει με μόνο στρατιώτη στο φαράγγι -βλαστημάς
μα σαν του ίδιου το κενό συμπληρωθεί
με κόκκινο στρατό όταν γιορτάζει -ξανά νικάς

Μπας κι είναι ανώφελος ο έρωτας στην τελική; -γιατί;
μπας και κουράζει;.. και κουράζει.. σε κουράζει;.. -πόνος;
μπας κι είναι στοργικός και ανανεώνει; -χαρά;
ανανεώνει ότι θες να το πετάξεις; -έρωτας;
ένα είναι σίγουρο καλή μου μη ξεχνάς
το έρωτα μην αγαπάς, μ' αγάπη άφησέ τον
και την αγάπη 'κείνη τη χλωμή
σαν κ' εξεκουραστείς
σε μέγα κύκλωπα Πολύγημο ν' αλλάξεις
μην σου χαθεί γιατί στον πάτο θα αράξει..

θα πληγωθείς μα θα χαρείς
θα βλαστημάς μα θα νικάς
θα σπαρταράς μα θα πετάς

γιατί ο πόνος φέρνει την χαρά
και η χαρά σα 'νας τρελός αφηνιασμένος πελεκάνος
φέρνει στην πόρτα σου το νέο έρωτα ξανά..

Αχ να 'ξερες

Ξέρεις μήπως πόσο εκστασιακό
είναι να σε κοιτώ χωρίς να σε αγγίζω;
Ξέρεις πόσο ευαίσθητος είμαι
που μπορώ να σε κοιτώ για ώρες δίχως λόγο;
Ξέρεις πως θα 'θελα, τώρα να σ' έχω αγγαλιά;
Πως θα ήμουν άμα σ' είχα στα πλευρά μου;
Μπορεί να ξέρεις...
δεν ξέρεις όμως πως μ' αυτόν που έμπλεξες, φταις
κι μην το θες κι ας μη το έχεις καταλάβει

Για μια Πεμπτη

Δεν είμαι δημοσιογράφος. Αυτό το άρθρο δεν είναι δημοσιογραφικό. Είναι ενός μαθητή, μέλους του πανεκπαιδευτικού κινήματος. Την Πέμπτη που μας πέρασε συμμετείχα και εγώ στην πενελλαδική πορεία-τράυμα για τις συνειδήσεις όλων μας. Ήταν πιστεύω κάτι που λίγοι από μας έχουμε ζήσει. Πολλοί παλιότεροι είπαν πως ήταν μια διαδήλωση σαν αυτή του 91, σα αυτή του 73. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς έχετε δει παιδιά στο δρόμο πεταμένα, να ποδοπατούντε, και κανείς να μην υπάρχει ή να μην μπορεί να τα βοηθήσει. Δεν ξέρω ποιος από σας συμμερίζεται αυτή τη κατάσταση. Νοιώθω ευθύνη που δεν μπόρεσα να βοηθήσω τους συναγωνιστές μου. Νοιώθω ευθύνη που δεν κατάφερα να πείσω ούτε τον μεν να πετάξει την έτρα, ούτε τον δε να χτυπήσει με το γκλοπ, την παγκόσμια μέρα της γυναίκας, μία κοπέλα πρωτοετή στο κεφάλι. Αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Αυτή είναι που δεν λένε στις ειδήσεις, μόο δείχνουνε, και δυστηχώς δείχνουνε μόνο την πέτρα.
Σε μία πορεία 35 τουλάχιστον χιλιάδων ατόμων στην οποία συμμετείχαν και παιδεία 17 χρονών, μαθητές και μαθήτριες. Σ' αυτήν τη πορεία συμμετείχα. Η πορεία δεν ήταν αλπά κύριοι δημοσιογράφοι μια συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Η πορεία αυτή ξεκίνησε στις 3 η ώρα από τα Προπύλαια και κατέληξε στο ίδιο σημείο στις 8 το βράδυ. Είναι θεωρώ ντροπή να δείχνετε μόνο τα επεισόδια. Είναι θεωρώ ντροπή η δήλωση της αστυνομίας να γίνεται θεματική περίοδος του λόγου των καναλιών σας. Όσο γι' αυτά που κατηγορήθηκε το πανεκπαιδευτικό μέτωπο θα πω μόνο τα εξής:

Πάνω στον άγνωστο στρατιώτη
εκεί που μέχρι σήμερα
οι βουλευτές περνούσαν
σήμερα πέρασαν παιδιά
δεκαεπτά χρονών και πέρα
πέρασαν νέοι με όνειρα

Πάνω στον άγνωστο στρατιώτη
εκεί που μέχρι σήμερα
κανείς δεν περπατούσε
σήμερα χτύπησαν παιδιά
με γκλοπς και δακρυγόνα
χτύπησαν εικοσιδυό χρονώ παιδιά

Πάνω στον άγνωστο στρατιώτη
εκεί που μέχρι σήμερα
τσολιάδες το φυλούσαν
σήμερα νέοι το φύλαξαν
αυτό και την παιδεία
και τους κατατροπώσανε

Πάνω στον άγνωστο στρατιώτη
κίτρινη σκόνη ξάπλωσε
και αίματα παιδιών
σήμερα την δημοκρατία σας
κανείς δεν την πιστεύει
χτυπήσατε στον άγνωστο στρατιώτη

Είμαστε και μεις άγνωστοι. Είμαστε άγνωστοι σε σας. Είμαστε παιδιά χώρις όνομα που για την παιδεία παλεύουμε. Το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη και τιμήσαμε και προστατέψαμε. Είμαστε πολεμιστές και μεις για μιαν αξιοπρέπεια, για μια παιδεία. Και δεν μας πιστεύεις Έλληνα. Δεν θες να μας πιστέψεις

Καρκινώματα αυγής

Σάββατο βράδυ
κοπάδι ο κόσμος τρέχει στ' ανοιχτά
πηχτά ζουμιά ξεγεύγουν του πεθαμένου αέρα
πατέρα άσε μου να δω τα καρκινόματά μας
τα νιάτα μας άσε με να τα δολοφονήσω
να πνίξω τούτη την αλλόκοτη σιωπή
Ληστή σαν τρέχεις μην σκοντάψεις στην αννοία
την παραλία της καρδιάς σου μην την χάσεις
Και σαν από τα μάτια σου ζηλέψεις την ζωντάνια
μην και τα βγάλεις άτιμε μην μου τα ξεριζώνεις
γιατί το πένθος σου βαρύ σαν την ψυχή της
έγνεψε του φεγγαριού της άδειας ώρας
και έκρυψε τ' αστέρια του ουρανού
και σκότος μαύρο της αγής θα σε γυρέψει
και τότε χάθηκες μ' ακούς ο στρατηλάτη
και τότε τρέχα να σωθείος απ'των χεριών το μίσος
φοβού τον μαύρο εκτελεστή της νύχτας
αυτόν που χρώμα του δωσα λαμπρό και φωτεινό
αυτόν που με τ'αγκάθια του τρυπάει ετούτη
Η νύχτα χάνεται μπροστά του και παλιώνει
και τότε μόνος σου θα μείνεις καβαλάρη
σα άσπρο ροδοπέταλο χορεύοντας μ' αγέρα
και μπρος τα μάτια σου μ' ακούς τρελέ;
το φως θα μας τυφλώσει και η μέρα

Για τον Ernesto

Δεν ξέρω πως ν' αρχίσω
δύσκολος λόγος Che για 'σένανε νομίζω
μικρό παιδί σαν ήσουν νίκησες τον θάνατο
πολλές φορες, σαν επτάψυχο γατί
μα τίγρης τελικά μάλλον θα ήσουν
για' δεν νίκησες μόνο το θάνατο
νίκησες τις καρδιές και τις ψυχές των νέων
αυτών που βλέποντάς σε ανατριχιάζουν
όλων αυτών που κάνουν την δικιά τους επανάσταση
νίκησες την προσπάθειά τους να σε ξεχάσουμε
και τώρα όλοι για σένανε μιλούν
πέθανες νέος και με μάτια ανοικτά
μάτια που στην ελπίδα στρέφονται
μάτια που δώσαν σ΄όλους μας την ευθύνη
την ευθύνη του να υπάρχουμε
να υπάρχουμε και να σε τιμούμε
να υάρχουμε για να φωνάξουμε
να υάρχουμε για να μην σε ξεχάσει κανείς

να υπάρχουμε-να συνεχίσουμε-να λέμε
Venceremos

Ερωτικο

ερωτεύομαι, μια λέξη, χίλιες εικόνες
εικόνες ονείρων και αξέχαστων στιγμών
είναι αυτές εδώ, που ζούμε τώρα
και πιο παλιές εικόνες
εικόνες που θα δούμε αργότερα

ερωτεύομαι, ξεχνώ τι πάει να πει αλήθεια
τι πάει να πει πραγματικότητα
ερωτεύομαι, χάνω το δρόμο το σωστό
και βρίσκομαι στον δρόμο τον ανάποδο
από κει που ξεκινά και όχι
'κει που πάω

ερωτεύομαι, γίνομαι πάλι ένα μωρό

Ο πριγκιπας του δρομου

Τρεις και μία ημέρες μεσ' το σκοτάδι
εδώ εχάθει το σχοινί της νιότης
κρύο και βροχερό εκείνο το πρώτο βράδυ
εκεί τον χτύπαγε, τον έφτυνε ο πότης

Μόνος μέσα σε σκύλους και ξύλα ξαπλωμένος
Περνάει η ώρα σαν κοιτάει περαστικούς
άλλοι θαρούν πως πάει, είναι πεθαμένος
αυτός όμως ακόμα συζητάει με τους Θεούς

Πάνε οι μέρες και τον βρίσκουν πολιτσιάνοι
νερό στο πρόσωπο και ξύλο τον φορτώνουν
δεν τους αρέσουν βλέπετε, οι τσαγκαροζητιάνοι
μα αυτόν, ο πόνος και το δάκρυ τον λυτρώνουν

Σιγά σιγά το σώμα του παγώνει
κοιτάει πάνω και χαρίζει μια φωνή
ένας παππούς σαν τον' δε τον σηκώνει
ο Ξένιος Ζευς στα μάτια σας ντροπή.

Φιλαράκο γιορτάζω..

Φιλαράκο, γιορτάζω σήμερα
γιορτάζω το σαστισμένο πένθος -μου-
γιορτάζω την χαρά του να πονάω
Φιλαράκο σήμερα μονιάζω

Φιλαράκο μονιάζω σήμερα
μονιάζω με την ζημιογόνα θλίψη -μου-
μονιάζω με την ματαιότητα της νίκης μου
Φιλαράκω σήμερα φοβάμαι

Φιλαράκο φοβάμαι σήμερα
Φοβάμαι για τα μέλοντα -μου-
Φοβάμαι μην χάσω τα πάντα
Φιλαράκο σήμερα τρέμω

Φιλαράκο τρέμω σήμερα
Τρέμω απ' το κρύο στον άδειο δρόμο -μου-
Τρέμω απ' την ρίγη της ψυχής μου
Φιλαράκο σήμερα αγαπάω

Φιλαράκο αγαπάω σήμερα
Αγαπάω το αδικοχαμένο πάστο -μου-
Αγαπάω την διψασμένη φωνή του αέρα
Φιλαράκω σήμερα ερωτεύομαι

Φιλαράκο σήμερα ερωτεύομαι
Ερωτεύομαι σήμερα την όλη φαντασία -μου-
Ερωτεύομαι σήμερα ένα υποκάμισσο αδειανό
Φιλαράκο σήμερα γιορτάζω

Κανένας 29/7/2008

Χάθηκες

Μια πιγολαμπίδα ήσουν
χρώματος πράσινου λαχανί και κίτρινου
χρώμα χαρούμενο
χρώμα που λάμψη έβγαζε
με γέλιο
γέλιο χαρούμενο και ωραίο
μια κωλοφωτιά

ένα σκαθάρι
χρώματος μαύρου
χρώμα κηδείας
χρώμα που θλίψη έβγαζε
και σοβαρότητα
σοβαρότητα που δεν σου ταιριάζει
ένα σκαθαροζούμι

Χωρίς όνομα

Η ανέπαφη ηδονή της αλήθειας
αναζητά
μέσα σε μαύρα-άσπρα μονοπάτια
την ανακάλεση του μέσου για σκοπό
απ' τα γλυκά της κόκκινα τα μάτια