Carpe diem

Μέσα σε ένα μπουκάλι πειρατικό
Κρυμμένο και θαμμένο μες στης άμμου τα λαγκάδια
Βρήκαμε μια παρέα εμείς παιδιών
Ενα χαρτί βγαλμένο από τον χρόνο, μαγικό

Ιδρώσανε τα λερωμένα μας ποκάμισα
Τα μετωπά μας κρύα σαν το χιόνι
Καθώς η αγωνία τα μέσα μας στοιχειώνει
Σαν κλικα γύρω κάτσαμε να δούμε

Είμασταν όλλοι νέοι και γι’ αυτούς καταραμένοι
Γι’ αυτούς που θέλουν τα παιδιά υπνοτισμένα
Αυτοί που χθες μας βάζαν μία γυάλα να κοιτούμε
Εκείνη που απ’ τα θέλω μας φαντάζουν φοβιζμένοι

Όλλοι μ’ αρχαία ονόματα και όλλοι αγριοποί
Από τα εφτά μέχρι τα δέκα στ’ αγριονήσι
Οσάν η μοίρα μας είχε τειμωρήσει
Δέκα χρονώ παλιόπεδα μας φόναζαν οι γέροι

Και ξάφνου εκεί που ανοίγουμε τον χάρτη τον θαμένο
Νομίζοντας πως δρόμο θα χει για μεγάλο θησαυρό
Και θα μας κάνει πλούσιους για μια ζωή
Βλέπουμε μόνο ένα πουγκί και ΄να τετράστιχο γραμμένο

Η τρέλα μας ξεκίνησε σαν χάθηκε ο δρόμος απ’ τον χάρτη
Τι χαζαμάρα που έλλειπε αυτό που χρειαζόμασταν στ’ αλήθεια
Αυτό που θα μας οδηγούσε στην βοήθεια
αυτό που θα μας έκανε όλλους πλούσιους για μια ζωή

Μόνο αυτό το κακογραμμένο τετράστιχο
Φάνταζε τέρας στα μέχρι τώρα γνωστικά μας
Και τι να κάναμε, τι έμενε ν’ ακούσουμε
Τι άλλο απ’ αυτό το στίχο τον απόηχο

“Ποτέ μην το πετάξεις τούτο το μπουκάλι,
πάντα να το χεις δίπλα σου μέχρι και να πεθάνεις
και πάντα να κοιτάς απ’ όλες τις γωνιές αυτό το χάρτη
το carpe diem είναι αυτός ο θησαυρός στην λάσπη”

Νέοι είμασταν όλοι μας και σαν δεν ξέραμε από τέτοια
Τον χάρτη βάλαμε ξανά μες στο μπουκάλι
Και το πετάξαμε βαθιά στην θάλασσα και πάλι
Καθώς λεφτά δεν είχε μήτε θησαυρό.

Και πίσω πήγαμε στα σπίτια μας κλαμένοι
Φάγαμε όλοι και πληθήκαμε στο μπάνιο
Και στο ντιβάνι κάτσαμε να κοιμηθούμε
Σκεπτόμενοι μα όλοι μας θλυμένοι

Και κει που εγώ εξάπλωσα πάνω στο μαξιλάρι
Όνειρο ήλπισα να είναι αυτή η ιστορία
Και να ξυπνήσω πάλι το μπρωί μπροστά μου να χω αυτόν τον χάρτη
Μα να’ ναι αληθινός με θησαυρό και τα παιδιά να το χουν πάρει

Μα τέτοιο όνειρο ποτέ μου δεν το είδα
Ξύπναγα μόνος και ανήσυχος στην νύκτα
Σα να ταν δίπλα μου ο πειρατήςς με την σφυρίχτρα
Δεν ήταν όνειρο μα μία οπτασία αληθινή

Τωρα όμως μεγάλωσα και έκλησα τα εξήντα
Οι φίλοι αυτοί με άφησαν
Ή εγώ τους άφησα δεν ξέρω
Τωρα χρονια πολλά περάσανε, κάπου στα πενήντα

Χρόνια είπα πέρασαν πολλά μα το τερτράστιχο εκείνο
Δεν το μπορώ να το ξεχάσω
Για μένα σήμαινε πολλ όσο και για άλλους
Όχι για αυτούς που ήξερα σε άλλους το αφήνω

Διάβασα και μαθα γι’ αυτό το carpe diem
Και τα κατάλαβα όλα αυτά και έσφαξα το νήμα
Δεν ήταν θέμα να το βρεις στο λεξικό σαν λήμα
Ήτανε δύσκολο να το εζήσεις

Και τώρα το κατάλαβα καλά αυτό που έγραφε
Ήταν αυτό που έκανα όλα αυτά τα χρόνια
Αυτό που έσπαγε τα αρμάτινα δεσμά
Αυτό απόφάζιζε διέταζε και έλεγε

Μου λεγε μα δεν το ήξερα- που να το ξέρω
πως στην ζωή αυτή τη λίγη που θα ζεις
ότι κι αν κάνεις μα ότι και να πεις
σαν να ναι η τελευταί μέρα στον κόσμο τούτο

να το φωνάζεις δυνατά και να το κάνεις δίχως αφορμή

Δεν υπάρχουν σχόλια: