Άυλη σύγχηση

Δεν ξέρω αν είναι παράνομο ή παράλογο να σ αγαπώ, δεν ξέρω αν πρέπει ή δεν πρέπει να το κάνω. Δεν ξέρω αν εγώ μπορώ να ζήσω με το πρέπει. Ποτέ δεν το κατάφερα. Ποτέ δεν κατάφερα να κάνω κάτι που πρέπει, όχι επειδή δεν ήθελα, μα δεν μπορούσα, δεν μπορώ να κάνω κάτι που έχει όρια. Και η αγάπη μου για κάποια πράγματα δεν έχει όρια. Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτήν για' δεν μ' αφήνει να την πλησιάσω, να δω πως είναι. Νοιώθω κάποια βράδια πως την πιάνω έτσι ζεστή που είναι. Νοιώθω ότι ότι και να κάνω δεν μπορώ να την αλλάξω, είναι σαν ένας μεγάλος βράχος από αλόκοτο υλικό που όσο και να τον χτυπάω όσο και να τον πειράζω δεν αλλάζει, δεν διαφέρει ποτέ από την αρχική του κατάσταση. Παρα μόνο όταν το θέλει η ίδια η αγάπη μου τελειώνει, και δεν μπορώ να την ελέγξω, ειδικά όταν το κάνει κάποια μεσάνυχτα που με αφήνει μόνο μου και γω αλλάζω σαν ένας γέρος λύκος στην όμορφη πανσέληνο που γίνεται άνθρωπος. Γιατί καρδιά μου δεν γίνονται οι άνθρωποι λύκοι... Οι λύκοι γίνονται άνθρωποι, γιατί αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να έχουν αισθήματα. Έτσι αθώοι που είναι, έτσι καθαροί από τον ρου της ιστορίας, είναι οι μόνοι που καταφέρνουν και αλλάζουν με το φεγγάρι. Κανείς άνθρωπος δεν είναι καθαρός. Πόσο μάλλον εγώ και εσύ. Εγώ και εσύ που κοροιδεύουμε το σύμπαν μέρα με την μέρα, μα ήμαστε και οι μόνοι που γινόμαστε λύκοι. Κάποιες στιγμές σαν να παγώνει ο χρόνος και να μαστε εμείς οι δυο μαζί στο πιο ψηλό σημείο ενός βουνού περιτριγυρισμένου από γκρίζα σύννεφα και φωτισμένοι από ένα ολόγιομο φεγγάρι να βλέπουμε τα αστέρια και να γελάμε. Γελάμε γιατί τα έχουμε καταλάβει τι κάνουν, μας μπερδεύουν. Πόσες φορές αναρωτήθηκαμε πόσα είναι χωρίς λόγο, χωρίς να πάρουμε μια απάντηση; Τελικά κατάλαβα ποια είναι η μαγεία. Να τα κοιτάζω και να τα ερωτεύομαι χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτά. Χωρίς να ξέρω ούτε από που προέρχονται, ούτε τι έχουν μέσα τους ούτε άμα αισθάνονται... Έτσι είναι η μαγεία στον έρωτα, ότι ερωτεύεσαι κάτι χωρίς να το ξέρεις. Έτσι ερωτεύτηκα την αύρα σου, αυτό που κατάφερνε και άγγιζε την καρδιά μου.. Μα είχες και ένα άλλο χάρισμα, κατάφερες να φτάσεις κοντά σε εκείνον τον αλόκοτο βράχο και δεν ξέρω γιατί αλλά φοβήθηκα, φοβήθηκα μήπως καταφέρεις να τον αλλάξεις εσύ πρώτη. Φοβήθηκα μην τον πειράξεις και μετά έβγαινε από μέσα κάτι κακό. Δεν ξέρω από τι είναι φτιαγμένος αυτός ο βράχος αλλά σίγουρα αυτόν δεν τον ερωτεύτηκα, δυστηχώς δεν μπόρεσα μέχρι στιγμής. Ίσως γι αυτό δεν κατάφερα ποτέ να του αλλάξω μορφή και σχήμα. Ίσως επίσης επειδή εσύ τον ερωτεύτηκες να μπορούσες, και νομίζω μπορούσες, μπορούσες να του δώσεις ότι σχήμα ήθελες.. Φοβήθηκα.. Έτρεξα πάλι σαν τον λύκο να ψάξω να βρω ένα φεγγάρι να τυφλωθώ από το φως του και να μην φοβάμαι, δεν το έβρησκα πουθενα και μόλις το βρήκα δεν τα κατάφερε, δεν με τύφλωσε, με άφησε να ζήσω την πραγματικότητα, μα με τιμώρησε, το κατάλαβα μετά από καιρό. Έριξε την άυλη άσπρη σκονη του στον βράχο μου. Και αυτό τελικά ήταν που άλλαξε χρώμα στον βράχο, τον έκανε γκρίζο, του άλλαξε και σχήμα, τον έκανε στρογγυλό, με αποτέλεσμα να κυλάει συνέχεια και να κυλάει και να μπερδεύει τόσο πολύ το μυαλό μου, πιο πολύ και από τα αστέρια. Το σύμπαν δεν στηρίζετε στην ηλιθιότητα τελικά, λάθως κάνατε.. Το σύμπαν στηρίζετε στα αστέρια, στον βράχο, στο φεγγάρι, στον λύκο, σε εμένα, σε εσένα. Χωρίς όλα αυτά δεν μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί να υπάρξει το σύμπαν αν δεν τα περιελαμβάνει αυτά. Δεν θα έχει κανένα νόημα χωρίς αυτά, στηρίζετε στην ύπαρξη τους, στην ύπαρξή μας. Και εμείς οι δύο καταφέραμε να το κοροιδέψουμε, καταφέραμε να το κάνουμε να νομίζει ότι μπορεί να υπάρχει χωρίς εμάς. Δεν είναι αστείο; Δύο άνθρωποι, δυο νέοι άνθρωποι να καταφέρνουν να κοροιδέψουν ένα ολάκερο σύμπαν. Σαν να άρχιζε κάποιος να μετράει τα αστέρια, πράγμα αδύνατο μα ίσως κάποιος κάποτε να νόμιζε πως πραγματικά μπορεί να το καταφέρει και να το κατάφερνε. Μα δυστηχώς είναι πολύ πιο δύσκολο να συνεχίσουμε να κοροιδεύουμε το σύμπαν, θα μας καταλάβει κάποτε και τότε θα μας τιμωρήσει με τον χειρότερο τρόπο. Θα ξαναφτιάξει εκείνο το ψηλό βουνό απ' όπου βλέπαμε τα αστέρια και γελάγαμε. Θα έβαζε τον βράχο έτσι προκλητικά στα πόδια μας και θα μας άφηνε για πάντα εκεί.. Δεν νομίζω πως θα άρχιζα να μετράω τα αστέρια όσος καιρός και να πέρναγε, δεν θέλω να μετρήσω τα αστέρια, μου αρκεί που τα βλέπω και με βλέπουν μου αρκεί που δεν τα ξέρω και δεν με ξέρουν. Μην τα μετρήσεις εσύ... Μην κάνεις το ίδιο λάθος που ίσως έκανα και εγώ, να αρχίσεις να τα μετράς, δεν έχει νόημα, θα πάψουν να σε τραβάνε. Και άμα το κάνεις πάλι θα επιβληθεί το σύμπαν και θα σε μπερδέψει. Θα αρχίσει να τα κουνάει σαν να ναι πυγολαμπίδες και θα κουνιούνται πέρα δώθε, πέρα δώθε χορεύοντας μέσα στο μαύρο φως της νύχτας και θα χάσεις το μέτρημα, και θα τα ξαναερωτευτείς. Να γιατί πέφτουν τα αστέρια, γιατί δεν θέλουν να καταφέρεις να τα μετρήσεις, δεν θέλουν να σταματήσεις να είσαι ερωτευμένη μαζί τους.. Αλλιώς δεν έχουν νόημα ύπαρξης ούτε και αυτά.. Γι αυτό είναι τυχεροί οι λύκοι, γιατί ποτέ δεν χρειάστηκε να μετρήσουν τα αστέρια, δεν μπόρεσαν, αρκέστηκαν στο να τα δούν και να φωνάξουν την συντροφιά τους να τα δει μαζί τους.. Δεν είναι υπέροχοι; Δεν μπορώ να ζω με το πρέπει, ίσως να τα καταφέρω και να μην χρειαστεί να υπάρχει το πρέπει. Ίσως καταφέρω να γίνω κάποτε λύκος, ή ίσως να είμαι και τώρα λύκος, δεν με νοιάζει. Και αν είναι να διαλυθεί η μαγία των αστεριών, αν είναι να αφαιρέσω το δικαίωμα τον λύκων σε αυτό που κάνουν, αν είναι να χαθεί για πάντα το φεγγάρι και το σύμπαν, αν είναι να αλλάξω το σχήμα του βράχου, αν είναι να τα κάνω όλα αυτά χωρίς εσένα προτιμώ να ξεχάσω το πρέπει και να κάνω αυτό που νοιώθω. Να γίνω τα αστέρια, το φεγγάρι, ο λύκος να γίνω ολόκληρο το σύμπαν και να κάνω κάτι ώστε να κρατηθώ, από εσένα, και να μπορέσω να αλλάξω τον βράχο από μόνος μου, να τον κάνω κόκκινο και να μπορέσω να τον χειριστώ, να τον καταλάβω, να τον εμπιστευτώ, να μπορέσω να καταλάβω ότι όλον αυτόν τον καιρό ο βράχος αυτός είναι ο εαυτός μου και να επιτέλους να τον ερωτευτώ...

Ουρανού νεκρολογία

Νεκρά σανίδια πάτησαν οι ηττημένοι θεατρίνοι
χάθηκαν μεσ' την άπονη ζωή τους
έσκαψαν τάφους έρημους χάιδεψαν τις αχές τους
ακούμπισαν το είναι τους χάσαν το πρόσωπό τους

Και γω γυρεύω για να βρω
έν' άλλο κόσμο αληθινό
γυρεύω μεσ' την νύχτα μόνος
του ουρανού θα γίνει σήμερα ο φόνος

Πετρωμένα πρόσωπα χαμογελάνε στις αρχές μας
το φαίνεσθαι ταράζει τα νερά του ουρανού
πέθαναν είπαν οι αλήτες στις γωνίες
τους έκαψαν- βιτριόλη στα όνειρα μικρού παιδιού

Ίσκιος στου ψεύτικου του ήλιου τις αχτίδες
βαρύς κι ασήκωτος μας κρύβει την συμπόνια
χάθηκε σήμερα η όψη της καρδιάς μας
κρύφτηκαν μέσα μας βαθιά μεσ' το σκοτάδι

Οι ουρανοί μαυρίσανε, φύγανε και οι λύκοι
μείναμε μόνοι μας στην άτρωτη λιακάδα του νερού
εδώ που μόνο καθαρή είναι η καρδιά μου
χάνεται ολότελα το μίσος, το κακό και η οργή

Έλα ν' αγγίξουμε μαζί τούτα τ' αστέρια
έλα να παίξουμε μαζί, σε αγαπώ
φύγε μακριά απο 'κείνα που οδεύουν στην συνήθεια
κάνε το ένα μάτια μου και το μοναδικό

Αντίο

Πόσο εκστασιακός φαντάζει ο έρωτας
όταν πράττεται για τελευταία φορά
πόσο συναισθηματικός είναι τότε ο έρωτας
κλαις όπως έκλαψες την πρώτη την φορά

Πόσο κοντά φαντάζει ο χωρισμός ο τελευταίος
χάνονται πρόσωπα, κυριαρχεί το δέος
το ξέρεις πιο καλά πως ειναι ο τελευαίος
με πιάνουνε τα κλάματα με πάτησε το δέος

Βραδιάζει τελευταίες στιγμές οι δυο μαζί
χάνεσαι απ' τα μάτια μου σβήνεται η στιγμή
έλα να ξαπλώσαμε για τελευταία φορά μαζί
αχ, έφθασε η άδικη η ώρα και η στιγμή

Ελευθερία

Ήρθε η ώρα, φεύγω να ζήσω
Πριγκίπισσά μου θα σ' αφήσω
Όλα φαντάζουν εύκολα, όλα φαντάζουν ήρεμα
Πάω να φύγω να εξαφανιστώ

κοιτάω τον καθρέφτη να φτιαχτώ
Τραβάω για άλλα θα χαθώ
Περίσσεψαν τα ψέματα, πάνε αυτά που έλεγα
κοιτάω απο εσένα να κρυφτώ

Όλα φαντάζουν εύκολα αυτή τη τελευταία στιγμή
Όλα φαντάζουν εύκολα το μίσος θα κρυφτεί
Θα βγεί εμπρός το εγώ μου, κοιτάω τον εαυτό μου
φεύγω για άλλα τώρα, για κλάματα δεν είναι ώρα

Βρήκα ένα δρόμο ελευθερίας
Θα πάω να πιω απ' τον βωμό της ευτυχίας
Από μπροστά μου θα χαθείς, μα ελπίζω να χαρείς
χτυπάν καμπάνες εκκλησίας

Χάνεσαι τώρα φεύγεις μακριά
θα είσαι πάντα μια ανάμνηση κακιά
Ποιος ξέρει αν θα σαι καλή, Αυτό μόνο απ' τον χρόνο θα φανεί
πόσο θα λείψει η αγκαλιά

Πρωινή συνουσία

Κουράστηκε η αυγή από το πρωινό το ξύπνημα
σήμερα είπε να σηκωθεί πιο αργά
και όλοι τρόμαξαν, βγήκαν έξω απ' τα σπίτια
έκαμαν να δουν τα αστέρια

Είχαν πολλά χρόνια να τα παρατηρήσουν
τι όμορφα που είναι
Έτσι όπως παίζουν με τις άυλες ουσίες τους
Πόσο υπερβατικά φαντάζουν

Ποια εικόνα κοιτάζουν τώρα αυτά;
μήπως μας βλέπουν;
Κι αν έχουνε ψύχή κι αυτά εκεί;
Τότες δεν μας κοιτάνε

Η νέα

Νύχτα, κάπου στo Παρίσι. Η Ιωάννα διαβάζει τις τελευτείες σελίδες ενός παλιού κακού βιβλίου. Το διαβάζει ίσως επειδή της θυμίζει ένα μεγάλο της έρωτα. Κρίμα, ποτέ δεν κατάφερε να φτασει τούτο τον έρωτα στα άκρα. Ήταν είναι και θα είναι ένας ανεπίδοτος έρωτας. Κουλουριάζεται στο κρεβάτι και τρέμει από το κρύο και την υγρασία. Έχει τρεις μήνες να τον δει. Και όμως της φαίνονται χρόνια, κάθε μέρα που περνάει, σαν να κουβαλάει σακί με τούβλα σε μια ατελείωτη έρημο. Τα δακρυά της χάνονται πριν φθάσουν στο κρύο πάτωμα. Οι σκέψεις την σουβλίζουν και το μυαλό της χάνεται μέσα σε λόφους συναισθημάτων. Για ακόμη μια φορά στέκεται άπραγη, μόνη, σ' ένα διπλό κρεβάτι. Τι να κάνει τώρα άραγες; Πως να περνάει την ώρα του; Ειναι με εκείνη τώρα; Γιατί δεν επικοινωνεί μαζί μου; Γιατί με αφήνει έτσι στον κρύο τον οντά μόνη μου; Η ανάμνηση του αλκοολ και η σκέψη του την οδηγεί σε ένα αμέθυστο συναισθημα πόνου. Ένα συναίσθημα πικρό, γλυκό, παράξενο. Δεν μπορεί να αντέξει τον εαυτό της άλλο. Θέλει να του μιλήσει. Θέλει να πάψει πια να είναι το άσπρο πρόβατο σε μια κοινωνία γεμάτη από μαύρα. Θέλει να μιλήσει δυνατά και ν΄ ακουστεί, θέλει να φωνάξει να ουρλιάξει να ματώσει τα άσπρα σεντόνια από αίμα της, θέλει να σκίσει τουν ουρανό στα δύο και να την καταπιούνε τ' αστέρια, δεν αντέχει άλλο. Κι αυτή.. Κι αυτή έχει αρχίσει και παίρνει την θέση της, δίπλα του, δίπλα στην μάνα του, στον πατέρα του, κοντά στους φίλους τους. Αχ αυτοί οι φίλοι τους, αν ήξεραν τι είπε αυτή η κοπέλα για την Ιωάννα, τι της έκανε, τι της προκάλεσε, δεν θα την πλησίαζαν. Αλλά παρ' όλα αυτά τους αφήνει να κρίνουν μόνοι τους σε έναν κόσμο άδικο που κυριαρχεί η ψευτιά, η υποκρισία οι δήθεν και οι συμφεροντολόγοι. Αυτή είναι όμως η Ιωάννα, ένα άσπρο πρόβατο ανάμεσα στα μαύρα. Είναι μάλλον, δεν ήταν αλλά είναι, και σκοπεύει να μείνει. Φοβάται να σταματήσει να είναι αθώα για να μην τον χάσει για πάντα, τρέμει στην ιδέα να τον χάσει για πάντα. Δεν θα τ' αντέξει, το ξέρω δεν είναι τόσο δυνατή, δεν είναι καθόλου δυνατή, ακόμα. Κάθε τόσο πηγαίνει στο ταχυδρομίο να δει μήπως της έγραψε. Δεν τον αφήνει η άλλη να επικοινωνεί κι έτσι το κάνει κρυφά, όπως το 'κάναν παλιά, όπως το κάναν οι ερωτευμένοι. Έτσι σηκώθει και βγήκε από το κρύο δωμάτιο, ντύθηκε και ξεκίνησε για το ταχυδρομίο. Ήσαν πολύ όμορφη σήμερα, ήσαν πιο όμορφη από ποτέ. Φορούσε ένα ολοκόκκινο παλτό, ένα μαύρο παντελόνι και κόκκινα παπούτσια μπαλέτου. Είχε βάλει και έναν πανέμορφο σκούφο που έκρυβε τις άσπρες τρίχες της στεναχώριας της. Κόκκινο κραγιόν έντονο και σκιές στα μάτια. Το χαμόγελό της έφερνε ζεστασιά στους παγωμένους ζητιάνους του Παρισιού. Έφθανε στο κεντρικό ταχυδρομίο. Μπήκε μέσα και πήγε κατευθείαν στον Χαβιέ, που την είχε πλέον μάθει, για να δει αν έχει κανένα Post Restance. Κι όμως, μετά από 2 μήνες είχε γράμμα του. Τώρα η λάμψη του χαμόγελού της τύφλωνε τις πικραμένες καρδιές των τριγύρω. Μια γιαγιά την κοιτάει και της χαμογελάει. Ανταποδίδει. Ο Χαβιέ σαν να του ήρθε γράμμα εκείνου πετάει από την χαρά του. Βγαίνει από το ταχυδρομίο ανοίγοντας τσαπατσούλικα το γράμμα. Κλαίει από την χαρά της.

“ Αγαπημένη μου,

Πάει καιρός που δεν σου έγραψα γιατί δεν έχω ξεπεράσει ακόμα αυτό που έγινε. Και απ' ότι ξέρεις δεν είμαι μόνος μου. Δεν είναι εύκολο για εμένα, πρεπει να με καταλάβεις. Μου έχεις λείψει πολύ. Δεν μπορώ να είμαστε μαζί όμως, όχι ακόμα, πρέπει να βρω τον εαυτό μου πρώτα. Ούτε με την Αθηνά μπορώ να είμαι όμως, είμαστε στα χωρίσματα. Θα πάω στης μάνας μου να τα βρω με τον εαυτό μου και μετά δεν ξέρω τι θα κάνω. Θα δούμε, χαίρομαι πολύ που είσαι καλύτερα και αλλάζεις. Είμαι πολύ πιεσμένος όμως Ιωάννα μου και πρέπει να με καταλάβεις. Θα έρθω Παρίσι μέσα Νοέμβρη στα γεννέθλιά σου να σε δω. Μην το πεις πουθενά, δεν θα το ξέρει κανείς. Εμείς οι δύο μόνοι, μαζί, ξανά. Σου έγραψα ένα ποιημα και θα θελα πολύ να το διαβάσεις και να μου πεις την γνώμη σου.”
Μια κόρνα αυτοκινήτου αποσπάει την Ιωάννα από το διάβασμα, είναι συγκινημένη, τρέχουν δάκρυα χαράς, είχε πολύ καιρό να χαρεί. Λυτρώθηκε σε μια στιγμήγια την προσπάθεια που κάνει με το αλκοολ και τον εαυτό της τους τελευταίους δύο μήνες.

“Θόρυβος
τα λαβωμένα μάτια μου αντικρύζουν το πάθος
στον δρόμο λευκές πινακίδες και άσπρα βαγόνια
περιθοριοποιημένα παιδιά ασπάζεται ο πόνος
στην άσφαλτο νεκρά απ' τον ήλιο τριζόνια

Νέκρα
οι παραλίες αδειάζουν στην όψη του ψίχους
τελευταία λεπτά σου λέω και παλεύω μονάχος
τελευταία συνθήματα από αλήτες στους τοίχους
ο ουρανός στενεύει, μεγαλώνει το βάθος

Ησυχία
οι γιαγιάδες σπάνε τα μαύρα κουτιά τους
μάνες γυρνάνε στις εικόνες του τότε
έρωτες γυρνάνε και κοιτάνε τα λάθη τους
κοιτάζω το ρολόι και ρωτάω το πότε

Αλήθεια
η άσημη μοίρα, μας κοιτάει στα μάτια
ο πόλεμος πάει κι η ειρήνη γυρνάει
μισοάδειος καπνός στα λατρεμένα καράβια
Η σειρήνα του κράτους σατην καρδιά μας χτυπάει

Πόνος
πεθαμένα πουλιά τριγυρνάνε στο νου μας
πράσινα φύλα στην αυλή κιτρινίζουν
αντικρίζουμε ολότελα τον ρου του μυαλού μας
στο σχολειό τα παιδάκια το θαρρούν και τσιρίζουν

Ταραχή
τελευταίες στιγμές τρέχω και κρύβομαι
κρύβω το πρόσωπό μου πριν να εκραγώ
για τα πάστα μου ξανά και πάλι θλίβομαι
συγχωρεσέ με μα, δεν τον επέλεξα εγώ”

Ήταν ένα υπέροχο ποίημα, λυπάμαι πάρα πολύ που δεν το διάβασε η Ιωάννα, λυπάμαι πολύ που χάσαμε την Ιωάννα όταν την χτύπησε εκείνο το άτιμο το αυτοκίνητο. Είναι κρίμα να μην μπορεί να χαρεί εδώ μαζί μας. Πάντως χαίρετε όπου κι αν είναι, και ξέρετε ίσως καλύτερα που δεν μπόρεσε τελικά να τον δει. Δεν θα άλλαζε κάτι. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε και μένουμε στα λόγια, δεν κάνουμε αυτά που λέμε αλλά δεν πειράζει, δεν πειράζει γιατί δεν είναι κακό να κάνουμε λάθη. Ειδικά όταν αυτό το έλεγε ένα άσπρο προβατάκι ανάμεσα στα μαύρα, που συγχωρούσε τα πάντα. Που δεν κράταγε κακία σε κανέναν. Είπαν πως όταν ήταν κάτω στην άσφαλτο ήταν χαμογελαστή, το αίμα κυλούσε στο μέτωπό της και έδειχνε για πρώτη φορά μετά από καιρό ότι δεν πονάει, ότι είναι καλά. Είπαν επίσης πως στο χέρι της κρατούσε ένα χαρτί που ίσως φταίει για το ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι μαζί μας. Το κρατούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε, το κρατούσε όπως κράταγε και όλους εμάς τόσα χρόνια. Εμάς, τα μαύρα πρόβατα...

Οβερτούρα 1812

Και να που ήρθε ο χειμώνας
άσπρος και παγερός όπως παλιά
τότε που ξεπροβάλαμε εσύ κι εγώ
στο παγωμένο προαύλιο του παλιού σχολείου

Και οι λέξεις χάνονταν,
μια μια σαν κάτι να τις απασχολούσε
και εσύ τις έψαχνες χορεύοντας
κι εγώ από πίσω μύπως τύχει και χαθώ

Τρομπόνια και βιολά ακούγονται
κι εσύ αρχίζεις να κουνάς τα χέρια σου
σαν διευθυντής ορχήστρας τα κουνάς
σ΄ακούω και χορεύω κι εγώ

Και θαύμα μαγικό από μακριά
μπαίνουν τα τύμπανα και τα ταμπούρλα
πέφτουν τα φύλα απ' τα κουρασμένα δέντρα
κι ο Τσαικόφσκι σ' ακούμπάει απαλά στα μαλιά

Την Οβερτούρα του σου παίζει τώρα
σαν μαριονέτα να σαι πιάνει τα χέρια σου και τα κουνά
και συ χαμογελάς σαν λούτρινο κουκλάκι
σαν τούτα με το έντονο το κόκκινο κραγιόν

Μου κάνει σήμα να 'ρθω κι εγώ κοντά
μου δίνει μια φλογέρα και μια ματιά
εμφανίζονται όλοι οι φίλοι μας
κουμπάροι και ξαδέρφια με βιολιά

Δυνατά πλέον όλοι παίζουν και κάνουν την νύχτα μέρα
πυροτεχνήματα στον ουρανό
το χαμόγελό σου πιο χαρούμενο από ποτέ
το βλέμα σου είναι πάντα αληθινό

Σ' αφήνει τα χέρια και τα κουνάς μόνη
όλα εξαφανίζονται κι όλοι
μένουμε μόνοι σ' ένα λιβάδι από πεταλούδες
έχει φύγει ο χειμώνας και μένει μόνο η μελωδία

Μ΄ αγκαλιάζεις, χορεύουμε μαζί
οι πεταλούδες με κάθε βήμα μας χαζεύουν
πάνε πιο μακριά και πιο μακριά
μια καρδιά μας φτιάχνουνε στον ήλιο

Νυχτώνει, μένουμε μόνοι με τ' αστέρια
σε χάνω κι η μελωδία μένει
αρχίζω και κουνάω τα χέρια δυνατά
η μουσική δυναμώνει, τρέμω ολόκληρος

Χορεύοντας σε ψάχνω εδώ κι εκεί
οι πεταλούδες χάνονται, χτυπάνε καμπάνες
δεν βλέπω τίποτα έχω τυφλωθεί
μόνο καμπάνες και την μελωδία

Και τώρα σας βλέπω πάλι όλους
δεν βλέπω εμένα αλλά δεν στεναχωριέμαι
βλέπω εσένα και τους φίλους μου
όλους αυτούς που αγάπησα κι αγαπώ

Παίζετε δυνατά την μουσική,
πλέον όλα τα φώτα είναι σβηστά
τα αστέρια πέφτουν με ρυθμό στην γη
κι εσύ εξακολουθείς να να τραγουδάς

Η Οβερτούρα 1812 συνεχίζει να παίζει, ο Τσαικόφσκι υποκλίνεται, σου φιλά το χέρι, κοιτάει την θάλασσα και χαιρετά, με χαιρετά.

Αστέρια

Αστέρια,
Κουρνιάστε δίπλα μου στο μαφημένο χαλί
Αφήστε την απροκάληπτη βία σας
Ελάτε να χορέψουμε

Αστέρια,
Σαν φύγετε από τον ουρανό
Διαλύστε τα τα ίχνυ σας μην και σας ψάξουν
ρίχτε καφτό υγρό στις ρίζες σας να ξηλωθούν
Ελάτε να τραγουδήσουμε

Αστέρια,
Πέστε για μια φορά όλα μαζί και όλα πάνω μου
πάρτε με μαζί σας πάνω εκεί
ελάτε να μεθύσουμε

Αστέρια,
κοιτάχτε 'κει πάνω που ήσασταν
δείτε πόσο όμορφα είναι εκεί πάνω
Ελάτε να αλλάξουμε

Αστέρια,
Πιάστε τις ουρές σας αν μπορείτε
Κυνηγήστε το αδύνατο αγάπες μου
Ελάτε να ερωτευτούμε

Αστέρια,
Γυρίστε πίσω στα ουράνια
πάρτε με μαζί σας όμως 'κει ψηλά
Ελάτε να φύγουμε

Ελάτε να πάμε μια βόλτα μακρινή
μακριά απ' όλους κι απ' όλα
μακριά απ΄ τους ίδιους μας τους εαυτούς
και να ψορέψουμε, να τραγουδήσουμε
να αλλάξουμε και να ερωτευτούμε,
ελάτε να φύγουμε

Ο ουρανός

Μου πες να δω τον ουρανό σήμερα
το λοιπόν τον είδα
μια γριά στην στάση λέει πως είναι καθαρός
Ψέματα είπε όμως μάτια μου
Σαν τον κοιτώ βλέπω κεθρέπτη την ασχήμια μας
στο βάθος κίτρινος απ' αέρια
άσκημος, σκούρος, πηχτός άσκημος
λες πως σε λίγο σαν στους Γαλάτες θα κατέβει και
-μπαμ-
θα μας πλακώσει, θα μας λιώσει
ολάκερος γι' αυτά που του κάναμε
θα πέσει πάνω μας και τ' αστέρια, αχ τα αστεριαα
τ' ατέρια θα μας πνίξουν στην στιγμή- λεπτό δεν θα κρατηθούνε
Έπειτα είπε η γριά
-Γύρισαν τα πουλιά γιόκα μου.
-δεν γύρισαν μα παλι φεύγουν
Πάλι ψέματα
φεύγουν μακριά απ' την απληστία, το μίσος
την διχόνοια, την χαζομάρα μας, τα λάθη μας
φεύγουν μακριά να γλυτώσουν απ' τον πόνο
που τα 'χουμε οδηγήσει εμείς ή άρεια φυλή, η άγρια φυλή
εμείς οι ηλίθιοι με τα σιδερένια πουλιά που μας πάνε βόλτες
Να κι ο ήλιος μάτια μου
φωτίζει τα πάντα και δίνει ζωή μου παν
δεν τον αγαπώ όμως εγώ τον ήλιο
δεν τον αγαπώ εγώ γιατί φωτίζει
μου φανερώνει την αλήθεια μάτια μου
φωτίζοιντας μου δείχνει όλα αυτά που γκριανιάζω τόση ώρα
Γι αυτό και μ' αρέσει το φεγγάρι
γιατί μου κρύβει τις αλήθειες
μου κρύβει όλα αυτά που μου δείχνει ο άκαρδος ήλιος
αυτός ο δυνατός τύπος που αντέχει και τα βλέπει όλα αυτά
γι αυτό προτιμώ κάποτες να κάθομαι
σ' ένα μακρινό βουνό αποβραδίς και να κοιτάω τα αστέρια
το ξέρω δεν είναι η αλήθεια- φοβάμαι την αλήθεια
μα είναι τόσο όμορφα και ειρηνικά
να μην βλέπεις τα μούτρα μας πως γίναν
Οπότε μην μου ζητάς να δω τον ουρανό
είναι καθρέπτης άτιμος και με πονάει στ' αλήθεια
έλα ένα βράδυ αγκαλιά να δούμε τ' ατέρια
και τίποτε άλλο πιο αγνό απ' αυτό

Ξένος

Πάτησε τη λουλουδιασμένη τάφρο μας ξένε
Και μπες μέσα στά έγκατα της γης μας και πες
πες μας τι είναι αυτό που μαραίνει τα πράσινα δάση μας
τι είναι αυτό που μας πνίγει τον αερα;

Κάτσε ξένε θα σου τα πω όλλα
και για τις καταιγίδες και την μπόρα, για τα παρασιτικά πουλιά
μα ένα πράγμα δεν θα μάθεις ξένε
πως στης αγάπης μου την ώρα την μεγάλη θα σ' αφήσω

Διάλογος

Και 'σύ; Σαν τι μου φέρνεις τούτη την άυλη ώρα;
Κύρος ντροπής και ατέρμονη δουλειά για κλεύτες
Και τωρα; Και τώρα 'γω σαν τι ν 'απογείνω δούλε;
Ό,τι ήσουν πριν αρχόντισσα, μια ψεύτρα,