Μουτζούρα


Κι όλα μπερδεύονται όπως μπερδευόντουσαν τα μαλιά σου στο πρόσωπό μου όταν σε φιλούσα. Και έρχεται πάλι η ανάγκη να εκφραστώ, να φωνάξω και δεν μπορώ Τα δάχτυλά μου αρχίζουν και κάνουν μόνα τους σπασμωδικές κινήσεις. αγχος, το παπούτσι σε ρυθμό τύμπανου πυροβολεί το πάτωμα. Βάζω να ακούσω Nina Simone και δεν ακούω τι λέει, μονο ο ρυθμός της με κρατάει και μου φωνάζει να τρέξω, μου φωναζει να αισθανθώ. Φοβάμαι να φωνάξω ή να ξεσπάσω. Προσπαθώ να μείνω εκεί που ήμουν ανέκφραστος άχρωμος και τίποτα να μην με κουνήσει. Πανέμορφα κόκκινα πέταλα πέφτουν από ψηλά και γω εκεί προσπαθώ να τα αποφυγω τρέχοντας σε ένα μαύρο ατελές μονοπάτι, σκοντάφτω και ξανατρέχω. Έλα μαζί μου. Και θα σταματίσω σιγα σιγά να τρέχω. Λίγο λίγο θα προσπαθώ ώσπου να με φτάσεις. Ή να σε φτάσω εγώ. Όλα γραμμένα και σκιαγραφιμένα στο κεφάλι μου. Σε σκέφτομαι ζωγραφισμένη με ακουαρέλα -τότε που θυμάμαι τα όμορφα, τα λόγια σου, το βλέμα σου την αύρα σου- κόκκινα χρωματα ένας μεγάλος πίνακας και δίπλα του στο πάτωμα πεταμένα χαρτιά με μολυβιες κι εσύ, πάλι εσυ, θλιμένη, ξαπλωμένη σε ένα δέντρο νεκρό να κοιτάζεις αλλού, δεν με κοιτάζεις. 

Παραίσθηση

Και έρχεται η στιγμή, αργά η γρήγορα που όλοι ξεμένουμε μόνοι σε ένα δωμάτιο.
Μόνοι μας. Εμείς και το δωμάτιο. Ψάχνουμε χώρο για να σταθούμε.
Το δωμάτειο φαίνεται άδειο. Οι τοίχοι άσπροι, πιο παλαβοί και απ τους τρελούς. Όλοι άσπροι!
Το πάτωμα δεν θυμόμαστε πως μοιάζει. Ήμασταν πάνω του χυμένοι, κολλημένοι τόση ώρα και δεν θυμόμαστε τι χρώμα ήταν. Ούτε το υλικό θυμόμαστε παρά μόνο ότι ήταν κρύο.
Όλα είναι τόσο καθαρά, αφήνουμε λίγο το μυαλό μας ελεύθερο και ξεχνάμε να συγκρατήσουμε μέσα μας αυτά που βλέπουμε τριγύρω.
Χανόμαστε στην περίεργη αύρα του δωματίου. Στην αρχή φοβόμαστε.
Κουρνιάζουμε στις γωνιές του και προσπαθούμε να το αφήσουμε να μας επιβληθεί. Είμαστε και νοιώθουμε πολύ μικρότεροι από αυτό. Οι πρώτες κινήσεις μας να το προσεγγίσουμε μας αγχώνουν ακόμα περισσότερο εμποδίζοντας μας να εκπληρώσουμε την θέλησή μας.
Λίγο μετά αρχίζουμε να γνωριζόμαστε. Αρχίζουμε να απλώνουμε το σώμα μας στην κρύα σκληρή μάζα του και σαν να κολυμπάμε αρχίζουμε να σερνόμαστε στο πάτωμα του. Πλέον ναι περνάμε καλά. Οι άσπροι τοίχοι μπορεί να μην δείχνουν τίποτα μα δεν είναι και άσχημοι. Μας βολεύει αυτό.
Το συνηθίσαμε το δωμάτειο. Το οικοιοποιηθήκαμε. Μας βολεύει αυτό το δωμάτειο.
Μπορεί να μην γελάμε όλη την ώρα, μπορεί να μην γελάμε και καθόλου
μα δεν μας πειράζει γιατί δεν κλαίμε.
Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να βγούμε μα δεν βρίσκουμε λόγω να το κάνουμε.
Εχουμε βολευτεί στο ουδέτερο του τοίχου και την σιγουριά που δίνει η πλήρης έλειψη ερεθισμάτων και τροφής για σκέψη.

Κλείνουν τα φώτα. Όλα σκατά. Γύρω σκοτάδι.
Όσο και να κοιτάξουμε γύρω μας δεν θα βρούμε ούτε μια χαραμάδα φωτός,
ούτε μία απόδειξη της πραγματικότητας. Στο μέτωπό μας αρχίζει και τρέχει ιδρώτας. Νοιώθουμε ότι καιγόμαστε, βγαζουμε τα ρούχα μας και τα πετάμε με βία προς άγνωστη κατεύθυνση. Ξαπλώνουμε στο πάτωμα.
Κηλιόμαστε να ανακουφιστούμε από το ξάναμα που χειροτερεύει όσο δεν βρίσκουμε τρόπο να βγούμε από το δωμάτιο. Ουρλιάζουμε δυνατά και βρίζουμε.
Οι ώρες περνούν και δεν σταματάμε να χρησιμοποιούμε όλη την δύναμη της φωνής μας,
για να δείξουμε την απόγνωσή μας. Παρότι ξέρουμε πως δεν μας ακούει κανείς εμείς εκεί, συνεχίζουμε και φωνάζουμε μόνο από θυμό, θυμό -κυρίως- για τον εαυτό μας. Θέλουμε να καπνίσουμε ένα τσιγάρο. Το βάζουμε στο στόμα μας, βγάζουμε σαν να μην τρέχει τίποτα τον αναπτήρα από την τσέπη και το ανάβουμε. Καταλαβαίνουμε πόσο χαζοί και άβουλοι είμαστε. Είχαμε πάνω μας το μέσο για να αλλάξουμε το δωμάτιο. Μπορούσαμε να του δώσουμε ξανά φως μα η πρώτη μας αντίδραση ήταν να γκρινιάξουμε και να φωνάξουμε θέλοντας να βγάλουμε από μέσα μας την υπέρογκη ένταση που νοιώθαμε. Βάλαμε μυαλό. Πέρνουμε τον αναπτήρα πάμε στην ακρη του δωματείου και αρχίζουμε και κοπανάμε τον τοίχο. Είναι ξύλο. Με αρκετά χτυπήματα τον σπάμε και και βγαίνουμε έξω. Κοιτάμε γύρω γύρω μου πιάνεις το χέρι κοιτιόμαστε και αρχίζουμε και γελάμε. Τώρα καταλάβα ποια είναι η διαφορά του έξω με την ασφάλεια που νοιώθαμε ανάμεσα στους λευκούς παλαβούς τοίχους. Στο δωμάτειο είμασταν ευτυχισμένοι, έξω με όλες αυτές τις εικόνες, με εμάς τους δύο, με τους γύρω μας, μπορούμε να γελάμε να είμαστε χαρούμενοι. Μπορεί και να κλαίμε μα δεν μας πειράζει.

Έλα να ταξιδέψουμε


-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
-Μα ακόμα δεν..
-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.

Βράδυ, ο αέρας σφυρίζει δυνατά στα αυτιά
Με ξυπνά η ανάσα - σου γλύφει το εγώ μου
Ξενιτιά, σε μια θάλασσα κρυμμένοι βαθιά
Σε κοιτάω κρυφά και ξεχνάω τον σκοπό μου.

-Φοβάμαι
-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
-Φοβάμαι

θες να έρθω κοντά σου να κατσω μαζί σου εδω;
Στα όνειρά μου θα σε πάρω μαζί μου καλό μου
εχω αναγκη την δικιά μου αλήθεια να βρω.
Μην ξεχνάς το βραδάκι θα χορευεις στο φώς μου.

-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
-Πήγαινε μόνος.
-'Ελα να ταξιδέψουμε μαζί.

Ανοίγω τα μάτια διπλα μου καθεται άλλη
τρέμω ανάβω φοβάμαι σε θέλω έλα εδώ
όλα σβήνουν το σκοταδι θα αναψει και παλι
μονο θυμίσου πως καποτε μου πες δεν θα 'σαι εδω.

-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
-Πάμε.
-Δεν θελω θα χαθώ.
-Τοτε να μην πάμε.
-Εχεις δίκιο.
-Αντίο λοιπόν.
-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.

Μιλάς εσυ


Σε μια γωνία του καθρέπτη δεν λυγίζει το φως
όλα γύρω σου σβήνουν και 'συ μένεις σκυφτός

Παλιοί φίλοι εμφανίζονται και φεύγουνε
τα παιδιά στο σοκάκι φωνάζουνε και παίζουνε

οι στίχοι σου ξαναβγαινουν στο χαρτί
την ξερω την αλήθεια δεν στο έχω ξαναπεί

σε έχασα πριν καν σε ερωτευτώ
δεν σε βρήκα και ποτέ δεν θα σε βρω

μου χει λέιψει η φωνή σου δεν γυρίζει η γη
όχι αυτη η φωνή δεν μου ειναι πια γνωστή

το ξερω όνειρο σου είναι να πετάξεις
να δεις τον ουρανό τα αστέρια να πιάσεις

να μου φερεις δυο τρία να τα βαλω στο τραπεζι
να έχει η πεταλούδα μου παρέα να παίζει

μου είπαν οι γνωστοι σου ότι χαθηκες
σε έναν κόσμο γεμάτο από παραίσθηση πιάστηκες

κι όλα αυτά για να κάτσεις σε μια κρύα αμμουδιά
με έναν βράχο και ένα ξύλο να κοιμάσαι αγκαλιά.

να μην μιλάς σε κανέναν να μην κοιτάς το καράβι
να πηγαινεις να κρύβεσαι μια ζωή στο σκοτάδι.

Να ξεχνάς πως είναι να σου χαϊδεύουν τα μαλιά
και μέχρι να πεθάνεις να θυμάσαι τα παλιά.

Εικόνες απ' το μέλλον

Τώρα που φοβάμαι πως;

Το ραδιόφωνο παίζει ξανά κλασική μουσική
Τα παντζούρια κλείνουν και τα φώτα σβήνουν.
Ο ήχος του αναπτήρα μου σηκώνει την τρίχα.
Τόσο δυνατός, τόσο τρομακτικός.
Ο καπνός χαϊδεύει το φως που μπαίνει από τις γρύλιες.
Πετάει ψηλά, σκορπίζετε όσο χάνεται.

Βλέπω την Αθήνα,
κόσμος πονεμένος, φτωχός, παρατημένος
μία γιαγιά πέφτει και κανείς δεν γυρνάει να την βοηθήσει
πάω να την βοηθήσω μα δεν είμαι πουθενά.
δεν αισθάνομαι την παρουσία μου

πιο κάτω βουνά -τρέχω κοντά τους-
δεν προλαβαίνω να ανασάνω και ήδη κάθομαι δίπλα στην θάλασσα.

Ένα παλιό καϊκι παρατημένο στην άκρη της αμουδιάς
μπαίνω μέσα και κοιτάω τον ορίζοντα
δεν με νοιάζει τι υπαρχει πιο πέρα
Με τρομάζει.

Με ηρεμεί η θάλασσα.
Ο αέρας σηκώνει την άμμο
φτιάχνει ένα πέπλο και χαϊδεύει τα πόδια μου

-ξαναμπαίνω στο σπασμένο σκαρί και γράφω-

Τι όμορφα είναι τα βουνά
ειναι σοφά τα βουνά και τα φοβάμαι, μπορούν να σε κρύψουν από όλους
Αλεπούδες κυνηγάνε κατεστραμένα όνειρα και μας κοιτάνε από μακριά.
Δεν φοβάμαι τις αλεπούδες. Θα ήθελα να ήμουν φίλος με μια αλεπού.

Ξαπλώνουμε πάνω σε ένα δέντρο και κλείνουμε τα μάτια μας.
Συγκεντρώνομαι στην φωνή ενός πουλιού και προσπαθώ να μιλήσω μαζί του
μου κρατάς το χέρι -μένω εδώ-
Ανοίγω τα μάτια μου και με κοιτάς
Πας να μιλήσεις και αντί γι' ανθρώπινη φωνή -κελαϊδούσες-
Σε φιλάω πλέον χάνω και εγώ την φωνή μου

Τι σημασία έχουν οι λέξεις;
Τι όμορφο που είναι το δάσος μα το φοβάμαι

Κυλιόμαστε στα κοκκινα κίτρινα φύλλα
μας παίρνει η κατηφόρα και φτανουμε σε ένα ρυάκι

Θέλω να πλύνω το πρόσωπό μου μα φοβάμαι
Πάω κοντά και μας κοιτάζω πάνω του

Δεν μπορώ να κρατήσω τον εαυτό μου

Ξανανοίγω τα μάτια μου
Φωνές τριγύρω και γω κάτω από ένα κρύο ντουζ

Εικόνες απ' το μέλλον

Τρένα ψυχής


Μ' αρέσουν τα τρένα. Όχι όταν ταξιδεύω με άλλους. Μ΄αρέσει να ταξιδεύω μόνος μου. Μπορώ να πάω και μία και δύο ώρες νωρίτερα να περιμένω στον σταθμό. Μ ' αρεσει να βλέπω τα τρένα να φτάνουν, να παρατηρώ τον κόσμο που ανεβαίνει και κατεβαίνει από αυτά. Ίσως είναι αυτή η μαγεία του, το  ότι δεν γνωρίζεις κανέναν, αυτή η απόλυτη άγνοια ακόμη και  η περιέργια σου να γνωρίσεις κάποιους από αυτούς.
Μ' αρέσει που μπορώ ακόμα να καπνίσω στον σταθμό περιμένοντας και πίνοντας τον καφέ μου.Το σκηνικό μου θυμίζει τις ξένες ασπρόμαυρες ταινίες με τους μικρούς σταθμούς των τρένων, με τους εργάτες που περιμένουν σε παρέες,  περίεργους τύπους με τα ψηλά καπέλα, τις παλιές μηχανές που βγαζουν τις τελευταίες αναμνηστικές φωτογραφίες. Κάθε φορά που βλέπω σκηνές τέτοιες θέλω να αρπάξω ένα πινέλο και να αρχίσω να χρωματίζω ότι μου βγαζει ένα συναίσθημα. Το βαθύ παλιό κόκκινο  του τρένου, το ξεβαμένο κασκόλ του σταθμάρχη, τις μυρωδιές από το μικρό φούρνο της καντίνας, τον ήχο που κάνει το μηχάνημα κάθε φορά που κόβει ένα εισητήριο.  Είναι όλα τόσο ξεχωριστά. Είναι τόσο μοναδικό το να μπορείς βλέποντας κάτι να δημιουργείς όλο και περισσότερα συναισθήματα.
Προσπαθώ να βρω την θέση μου και ελπίζω κάθε φορά να μην υπάρχει κάποιος εκεί και βρεθώ στην δύσκολη θέση να τον σηκώσω. Για άλλους είναι τόσο απλό, αυτονόητο, για μένα είναι βάσανο. Ίσως είναι η σκέψη του να μου συμβεί κάτι ανάλογο που με δυσκολεύει. Ίσως είμαι ακοινώνητος μα μπορώ να κάτσω στην άκρη του βαγονιού  χωρίς να διεκδικώ την θέση μου για πολύ ώρα, ίσως να μην κάτσω εκεί ποτέ.
Πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού υπάρχουν οι ιστορίες που έχουμε ακούσει, η ταινίες που έχουμε δει για έρωτες που άρχισαν μέσα σε ένα τρένο και πάντα νομίζω θα τους περιμένω αχνά, στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Ίσως τους φαντασιώνομαι κι όλλας ή ακόμα και να τους ονειρεύομαι. Φαντάζουν τόσο μοναδικοί, τόσο ιδιαίτεροι, τόσο σπάνιοι. Κάθομαι στην θέση μου και περιμένω να την δω, δεν ξέρω πως θα μοιάζει. Νομίζω δεν έχω ισχυρά κριτηρια για το πως θέλω να είναι. Νομίζω θα είναι και αυτή ιδιάτερη, τόσο ιδιαίτερη όσο και η περίπτωση να την γνωρίσω και να συμβεί κάτι μεταξύ μας.
Πόσο γρήγωρα περνάνε οι κολόνες από δίπλα μας; Θα παίξω μαζί τους, θα δημιουργήσω έναν ρυθμό που θα τις ακολουθεί. Ίσως χτυπάω τα δόντια μου μεταξύ τους κάθε φορά που μία θα περνάει από δίπλα μου. Ίσως κλείσω τα βλέφαρά μου. Από μικρός έπαιζα αυτό το παιχνίδι. Δεν βαριέμαι το ταξίδι, δεν το κάνω για να περάσω την ώρα μου. Είναι ένας από τους τρόπους μου να το ζω το, να συμμετέχω σ αυτό, να το κάνω δικό μου. Γι αυτό και μ' αρέσει πολύ να παρατηρώ τα παιδάκια που είναι στο τρένο. Τους φαίνονται τόσο περιέργα και καινούρια όλα που προσπαθούν να "μάθουν" το τρένο γνωρίζοντας κάθε γωνία του, κάθε ελάτωμα και ιδιαιτερότητά του.
Διαβάζω το βιβλίο μου μα οι ομιλίες των γύρω και τα τοπία που βλέπω από το παράθυρο δεν με αφήνουν. Κάθομαι τα κοιτάω και αναπολώ το παρελθόν, δεν με εμποδίζουν πια οι θόρυβοι των υπολοίπων. Έχω μπει σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο δικό μου και δεν μπορεί να με χωρίσει κανείς από αυτόν. Κάθομαι και κοιτάω έξω και αφαιρούμαι χωρίς να νοιάζομαι για κάτι.  Σκέφτομαι, την σκέφτομαι, σε σκέφτομαι. Αφήνω τον εαυτό μου για πρώτη φορά να σε επαναφέρει. Δεν φοβάμαι να το κάνω εδώ. Μου βγάζει μια ασφάλεια το τρένο μια νοητή αγκαλιά που με βοηθάει να φέρω την εικόνα σου μπροστά μου χωρίς να με νοιάζει ο πόνος που θα μου προκαλέσει.   Η ανάγκη από τον ξαφνικό και καινούριο έρωτα έρχεται και καλύπτεται από τον πόνο αλλά και την ασφάλεια παράλληλα  που προκαλέι η σκέψη σου. Μου φαίνεται περίεργο που σε σκέφτομαι. Μου έλειψες, μου έλειψε η σκέψη για σένα. Αρχίζω και ψάχνω βαθιά μέσα μου και φέρνω στην επιφάνεια όμορφες  στιγμές που ζήσαμε και νοιώθω καλύτερα. Δεν σκέφτομαι κακά πράγματα παρά μονο ότι ξέρω πως δεν θα ζήσουμε άλλες τέτοιες στιγμές. Θυμάμαι τα ταξίδια μας και μετανοιώνω που δεν σε πήρα μια μέρα να μπουμε σε ένα τρένο και να ταξιδέψουμε όσο μπορούμε πιο μακριά.
Δεν έχει σημασία ο προορισμός μα το ταξίδι. Οι τοίχοι του που σε περιβάλλουν  δεν σε αποκλείουν μόνο από τον εξω κόσμο αλλά και από την ίδια την πραγματικότητα. Κάθε φορά που μπαίνω σε ένα τρένο ζω ένα διαφορετικό ταξίδι. Μπορεί να έχω πάει στον ίδιο προορισμό αρκετές φορές μα κάθε φορά το ταξίδι είναι διαφορετικό. Οι σκέψεις, οι άνθρωποι γύρω μου.
Νυχτώνει και τα αισθήματα πλέον εξαρτώνται πλέον από τους ήχους που ακούω και όχι από εικόνες που παρατηρώ. Αυτοι που ακούγονται απο την επαφή του τρένου με τις ράγες, οι ήχοι του αέρα που  κάθε φορά που κάποιος αλλάζει βαγόνι και ανοίγουν οι πόρτες  σε κρατάνε στο ταξίδι. Όλα είναι πιο αργά η αναμονή πιο μεγάλη και πιο μεγάλη η αναγκη να την καλύψεις. Δεν μπορώ να με αφήσω να κοιμηθώ, θέλω να συνεχίσω να το ζω όσο διαρκέσει. Μπορεί να φοβάμαι να σε σκεφτώ μόλις κατέβω και αποφασίζω όσο είμαι εδω να σε κρατησω δίπλα μου να με συντροφεύεις. Ξέρω ότι ίσως αργησω να ταξιδέψω ξανά με τρένο και δεν θέλω να  χάσω την ευκαιρία να σε σκεφτώ.
Η ανακοίνωση μου θυμίζει ότι πρέπει να κατέβω από το βαγόνι για να πάω προς το σπίτι. Η τσάντα μου, μου φαίνεται πιο βαριά από πριν, σαν κάποιος να την γέμισε, δυσκολεύομαι να την σηκώσω μα ξέρω ότι πρέπει να το κάνω και να  να κατέβω. Ξέρω ότι πρέπει να αφήσω το τρένο και να συνεχίσω το ταξίδι. Ίσως να μην γνωρισα κάτι καινούριο μα συνάντησα κάτι παλιό με μόνη διαφορά  ότι αυτό θα το αφήσω εδώ, δεν μπορώ να το πάρω μαζί μου. Κατεβαίνω κάθομαι απέναντι του και στρίβω να καπνίσω ένα τσιγάρο, δεν αργεί η στιγμή που ξεκινάει να φύγει. Δεν το χαιρετώ, απλά το παρατηρώ και το βλέπω να χάνεται.