Ταξίδι μακρινό

Φοβάμαι, τα χέρια μου τρέμουν αφήνοντας κάτω το άδειο ποτήρι. Καπνοί ξεχοιλίζουνε και χάνονται σαν άγγελοι φτιαχτών ονείρων.  Η λάμπα γυρισμένη στο τοίχο να κρύβει -το-μαύρο πρόσωπο. Ο Ηθοποιός  αρχίζει σιγά σιγά να περπατάει και κάθε βήμα του γίνεται πιο ηχηρό μέχρι που χτυπάει τα πόδια του δυνατά πάνω στην παλιά σκηνή και ο ιδρώτας τρέχει κρυφά στο μέτωπο. Μια γάτα στο βάθος σβήνει στην σκιά ενός παλιού κάδου. Δίπλα της ένα ψαροκόκκαλο. Ένα ξύλινο ψαροκόκκαλο μια παραίσθηση γλυκιά που κρατάει για λίγο. Τα πόδια τρίζουνε και ο καθηγητής κοιτάει γύρω γύρω στην τάξη, νοιώθεις ένοχη. Το λιωμένο τακούνι δημιουργεί ήχους ικανούς να συνοδεύσουν  ένα ροκ κομμάτι. Οι ανάσες δυναμώνουν, το σώμα παίρνει φωτιά και μια λουρίδα φως διασχίζει το πλήθος. Ένας ήχος βιολιού φωτίζεται και κρέμεσαι από κάθε επόμενη νότα σαν να φωβάσαι μην πέτσεις και σκοτωθεις. Σκοτώθηκες μια φορά,και δύο να ταν εσύ σκοτώθηκες μια φορά. από εμένα. Σε σκότωσα πριν καν σε δημιουργήσω. σε σκότωσα. όλο σε σκότωνα. καθε λεπτό. κάθε γαμημένο λεπτό σε σκότωνα σα να σουνα εχθρός μου, εχθρός που δεν ήξερα. Μαύρες εικόνες γεμίζουν το πορτοκαλί τοπίο και όλα κρύβονται τώρα. Μέχρι και οι σκιές των δέντρων χανονται μέσα στο αποκορύφωμα της τρέλας τους. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Τα πάντα τώρα δείχνουν πολύ μακριά. Η θάλασσα μου φωνάζει σαν άλλη Σειρήνα να πάω κοντά της. Πηδάω. νοιώθω ελεύθερος. Ο βυθός είναι καθαρός, στο βάθος γαλάζιο φτιάχνουν οι άσπρες πέτρες. Τα τελευταία ψάρια χάνονται στην μικρή απόχη. Ο μικρός τα πιάνει και τα αφήνει χωρίς ποτέ να τα κρατάει. Η απόχη μένει άδεια πάντα στο τέλος κι όμως χαμογελάει. Με τις πατούσες φτιάχνει σχέδια στην άμμο και καμαρώνει κάτω από το φως καυτού ήλιου. Τινάζει το πινέλο στον πίνακα και διαλύει το έργο του. Σβήνει το τσιγάρο κουρασμένος απ’ την ύπαρξή του. Το κεφάλι του χάνεται μέσα σε ζούγκλες και ερήμους άδειες από νερό και ζωή. Ξαναζωγραφίζει. Ο μικρός καταράχτης με περιμένει στο βάθος. μπαίνω μέσα του και μένω εκεί το μυαλό μου στενεύει και διώνχνει ότι το θλιβερό. Μόνο η επικοινωνία με κάποιον θεό μένει στο μυαλό και στα παιδιαρίσματα ενός εφήβου. Αρχαίες κολόνες υψώνονται πάνω μας και κρύβουν το λειψό φεγγάρι. Σε φιλάω και νοιώθω ότι σε φιλάω για πάντα σε φιλάω για μία στείρα αιωνιότητα. Λίγη ώρα απομένει και ο κόσμος έχει αρχίσει και χάνεται στα γύρω στενά. Οι δρόμοι γεμίζουν με κραυγές και το πλήθος δημιουργεί μια γυάλα προστασίας από ιδέες. Κάθε τι ακουγεται μέσα σου, κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί, όλα φαίνονται πάνω στα μάτια τους. Πόνος, Μιζέρια, Πάθος, Απογοήτευση, Αγάπη. Ένα ουράνιο τόξο αισθημάτων απλώνεται γύρω από τους γκρίζους δρόμους της μεγάλης πόλης. Το παράθυρο είναι ακόμη ανοιχτό. Τρίζει στο από εμένα δειλό κλείσιμό του. Το χέρι ακόμη τρέμει και ιδρώνει σε κάθε κίνηση. Το φώς της λάμπας σβήνει και το μόνο που φάνηκε ξανά ήταν μια λάμψη που είδαν απ’ το παράθυρο. ένα σπίρτο είδαν μέχρι που ξημέρωσε.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

- Κορίτσι τι έχεις; Κορίτσι τι κλαίς; Μη φεύγεις.. που πάς, είναι σκοτάδι εκεί που πας και τα μαύρα πουλιά κατοικούν σε τρύπες βουνών και σε κάνουν να τρέμεις, σε κάνουν να θες στον ουρανό που κοιτάς να μη ξαναβλέπεις, και υπάρχουν και θηρία, μεγάλα, με ουρές που απ’ το πρόσωπο βγαίνουν μαύρες οχιές. Είναι κρύα εκεί πέρα, μη φεύγεις γιατί δε μ’ ακούς;
Έχει κόκκινο χώμα από αίματα αθώων ελαφιών, και καμένα δέντρα από δράκους πελώριους και σατανικούς..
Τίποτα δεν ακούς; Μικρό κορίτσι
Γιατί κλαίς γιατί δε μου λες;

- Κλαίω γιατί τίποτα απ’ αυτά δε με τρομάζει.
Εγώ βλέπω ηλιαχτίδες φωτός, βλέπω γλάρους να ταξιδεύουν πάνω από ερωτευμένα καράβια που σε κάνουν να χαμογελάς και να τα ξανακοιτάς, και εκεί υπάρχουν μόνο παιδάκια να παίζουν με τον αφρό του καραβιού όπως παφλάζει. Είναι ζεστά όλα εκεί, δε με τρομάζει.
Έχει αγέρα δροσερό μα η αλμύρα στέκεται στο πρόσωπό μου..
Τι να με φοβίσει; Έτσι μου φαίνεται αυτό που εσένα σε τρομάζει, αυτό που βλέπεις στα μάτια σου μπροστά, εμένα έτσι μου μοιάζει.

Δεν έχασες ποτέ κάποιον που ν’ αγαπάς;
Τότε θα καταλάβεις τι είναι αυτό που μπορεί να σε τρομάξει. Λοιπόν μη ρωτάς.

Ανώνυμος είπε...

Επεθάνανε ο Νέος κι η Νέα

Όλοι είμαστε ένας Κανένας.

Στην ψυχή, στο πάθος, στόν έρωτα, στην απαρχή της σύλληψης της ζωής, στα πιο αρχέγονα συναισθήματα που μας κυνηγούνε ωσάν εφιαλτές μας, στα όνειρα που μας κατατρόπωσαν και μας εκδικούνται.

Σε μια ζωή που έχτισαν οι άλλοι για έμας μέσα στο ψέμμα. Που πάω; Που βρίσκομαι; Κανείς δεν με ακούει. γύρω μου ο νέος συλλαμβάνεται και χάνει τη νέα του και ε΄γω δεν είμαι εκεί να πιάσω τα στιχάκια του. Όχι πια, δεν υπάρχει νέος και νέα πια, υπάρχουν μόνο άψυχα ανθρωποειδή που πιστεύουν ότι εξελίσσουν το ανθρώπινο είδος.

Ο νέος δεν γράφει πια ποιήματα.
Η νέα δεν λάμβάνει πια γράμαμτα.

Δεν υπάρχει φως στο σκοτάδι, δεν υπάρχει διέξοδος στο Τρούμαν σώου της 1ης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Δεν επιζούν οι μεγαλύτεροι των ερώτων.

Ο νέος κι η νέα χάθηκαν ως σύμβολα ενός Παρισιού, μιας Βαρκελώνης, μιας Ρώμης, ενός Σουνίου, μιας Λισσαβώνας παραδομένες όλες παραδομένες στον κατακτητή.

Μιας χαμένης αγαπης ο λίβελος δεν ζει πια, δεν έμεινε στην ιστορία, χάθηκε μαζί με τα λείψανα εκείνων που πρόδωσανε την αγάπη και τον αγώνα....

Με αγάπη.