Η νέα

Νύχτα, κάπου στo Παρίσι. Η Ιωάννα διαβάζει τις τελευτείες σελίδες ενός παλιού κακού βιβλίου. Το διαβάζει ίσως επειδή της θυμίζει ένα μεγάλο της έρωτα. Κρίμα, ποτέ δεν κατάφερε να φτασει τούτο τον έρωτα στα άκρα. Ήταν είναι και θα είναι ένας ανεπίδοτος έρωτας. Κουλουριάζεται στο κρεβάτι και τρέμει από το κρύο και την υγρασία. Έχει τρεις μήνες να τον δει. Και όμως της φαίνονται χρόνια, κάθε μέρα που περνάει, σαν να κουβαλάει σακί με τούβλα σε μια ατελείωτη έρημο. Τα δακρυά της χάνονται πριν φθάσουν στο κρύο πάτωμα. Οι σκέψεις την σουβλίζουν και το μυαλό της χάνεται μέσα σε λόφους συναισθημάτων. Για ακόμη μια φορά στέκεται άπραγη, μόνη, σ' ένα διπλό κρεβάτι. Τι να κάνει τώρα άραγες; Πως να περνάει την ώρα του; Ειναι με εκείνη τώρα; Γιατί δεν επικοινωνεί μαζί μου; Γιατί με αφήνει έτσι στον κρύο τον οντά μόνη μου; Η ανάμνηση του αλκοολ και η σκέψη του την οδηγεί σε ένα αμέθυστο συναισθημα πόνου. Ένα συναίσθημα πικρό, γλυκό, παράξενο. Δεν μπορεί να αντέξει τον εαυτό της άλλο. Θέλει να του μιλήσει. Θέλει να πάψει πια να είναι το άσπρο πρόβατο σε μια κοινωνία γεμάτη από μαύρα. Θέλει να μιλήσει δυνατά και ν΄ ακουστεί, θέλει να φωνάξει να ουρλιάξει να ματώσει τα άσπρα σεντόνια από αίμα της, θέλει να σκίσει τουν ουρανό στα δύο και να την καταπιούνε τ' αστέρια, δεν αντέχει άλλο. Κι αυτή.. Κι αυτή έχει αρχίσει και παίρνει την θέση της, δίπλα του, δίπλα στην μάνα του, στον πατέρα του, κοντά στους φίλους τους. Αχ αυτοί οι φίλοι τους, αν ήξεραν τι είπε αυτή η κοπέλα για την Ιωάννα, τι της έκανε, τι της προκάλεσε, δεν θα την πλησίαζαν. Αλλά παρ' όλα αυτά τους αφήνει να κρίνουν μόνοι τους σε έναν κόσμο άδικο που κυριαρχεί η ψευτιά, η υποκρισία οι δήθεν και οι συμφεροντολόγοι. Αυτή είναι όμως η Ιωάννα, ένα άσπρο πρόβατο ανάμεσα στα μαύρα. Είναι μάλλον, δεν ήταν αλλά είναι, και σκοπεύει να μείνει. Φοβάται να σταματήσει να είναι αθώα για να μην τον χάσει για πάντα, τρέμει στην ιδέα να τον χάσει για πάντα. Δεν θα τ' αντέξει, το ξέρω δεν είναι τόσο δυνατή, δεν είναι καθόλου δυνατή, ακόμα. Κάθε τόσο πηγαίνει στο ταχυδρομίο να δει μήπως της έγραψε. Δεν τον αφήνει η άλλη να επικοινωνεί κι έτσι το κάνει κρυφά, όπως το 'κάναν παλιά, όπως το κάναν οι ερωτευμένοι. Έτσι σηκώθει και βγήκε από το κρύο δωμάτιο, ντύθηκε και ξεκίνησε για το ταχυδρομίο. Ήσαν πολύ όμορφη σήμερα, ήσαν πιο όμορφη από ποτέ. Φορούσε ένα ολοκόκκινο παλτό, ένα μαύρο παντελόνι και κόκκινα παπούτσια μπαλέτου. Είχε βάλει και έναν πανέμορφο σκούφο που έκρυβε τις άσπρες τρίχες της στεναχώριας της. Κόκκινο κραγιόν έντονο και σκιές στα μάτια. Το χαμόγελό της έφερνε ζεστασιά στους παγωμένους ζητιάνους του Παρισιού. Έφθανε στο κεντρικό ταχυδρομίο. Μπήκε μέσα και πήγε κατευθείαν στον Χαβιέ, που την είχε πλέον μάθει, για να δει αν έχει κανένα Post Restance. Κι όμως, μετά από 2 μήνες είχε γράμμα του. Τώρα η λάμψη του χαμόγελού της τύφλωνε τις πικραμένες καρδιές των τριγύρω. Μια γιαγιά την κοιτάει και της χαμογελάει. Ανταποδίδει. Ο Χαβιέ σαν να του ήρθε γράμμα εκείνου πετάει από την χαρά του. Βγαίνει από το ταχυδρομίο ανοίγοντας τσαπατσούλικα το γράμμα. Κλαίει από την χαρά της.

“ Αγαπημένη μου,

Πάει καιρός που δεν σου έγραψα γιατί δεν έχω ξεπεράσει ακόμα αυτό που έγινε. Και απ' ότι ξέρεις δεν είμαι μόνος μου. Δεν είναι εύκολο για εμένα, πρεπει να με καταλάβεις. Μου έχεις λείψει πολύ. Δεν μπορώ να είμαστε μαζί όμως, όχι ακόμα, πρέπει να βρω τον εαυτό μου πρώτα. Ούτε με την Αθηνά μπορώ να είμαι όμως, είμαστε στα χωρίσματα. Θα πάω στης μάνας μου να τα βρω με τον εαυτό μου και μετά δεν ξέρω τι θα κάνω. Θα δούμε, χαίρομαι πολύ που είσαι καλύτερα και αλλάζεις. Είμαι πολύ πιεσμένος όμως Ιωάννα μου και πρέπει να με καταλάβεις. Θα έρθω Παρίσι μέσα Νοέμβρη στα γεννέθλιά σου να σε δω. Μην το πεις πουθενά, δεν θα το ξέρει κανείς. Εμείς οι δύο μόνοι, μαζί, ξανά. Σου έγραψα ένα ποιημα και θα θελα πολύ να το διαβάσεις και να μου πεις την γνώμη σου.”
Μια κόρνα αυτοκινήτου αποσπάει την Ιωάννα από το διάβασμα, είναι συγκινημένη, τρέχουν δάκρυα χαράς, είχε πολύ καιρό να χαρεί. Λυτρώθηκε σε μια στιγμήγια την προσπάθεια που κάνει με το αλκοολ και τον εαυτό της τους τελευταίους δύο μήνες.

“Θόρυβος
τα λαβωμένα μάτια μου αντικρύζουν το πάθος
στον δρόμο λευκές πινακίδες και άσπρα βαγόνια
περιθοριοποιημένα παιδιά ασπάζεται ο πόνος
στην άσφαλτο νεκρά απ' τον ήλιο τριζόνια

Νέκρα
οι παραλίες αδειάζουν στην όψη του ψίχους
τελευταία λεπτά σου λέω και παλεύω μονάχος
τελευταία συνθήματα από αλήτες στους τοίχους
ο ουρανός στενεύει, μεγαλώνει το βάθος

Ησυχία
οι γιαγιάδες σπάνε τα μαύρα κουτιά τους
μάνες γυρνάνε στις εικόνες του τότε
έρωτες γυρνάνε και κοιτάνε τα λάθη τους
κοιτάζω το ρολόι και ρωτάω το πότε

Αλήθεια
η άσημη μοίρα, μας κοιτάει στα μάτια
ο πόλεμος πάει κι η ειρήνη γυρνάει
μισοάδειος καπνός στα λατρεμένα καράβια
Η σειρήνα του κράτους σατην καρδιά μας χτυπάει

Πόνος
πεθαμένα πουλιά τριγυρνάνε στο νου μας
πράσινα φύλα στην αυλή κιτρινίζουν
αντικρίζουμε ολότελα τον ρου του μυαλού μας
στο σχολειό τα παιδάκια το θαρρούν και τσιρίζουν

Ταραχή
τελευταίες στιγμές τρέχω και κρύβομαι
κρύβω το πρόσωπό μου πριν να εκραγώ
για τα πάστα μου ξανά και πάλι θλίβομαι
συγχωρεσέ με μα, δεν τον επέλεξα εγώ”

Ήταν ένα υπέροχο ποίημα, λυπάμαι πάρα πολύ που δεν το διάβασε η Ιωάννα, λυπάμαι πολύ που χάσαμε την Ιωάννα όταν την χτύπησε εκείνο το άτιμο το αυτοκίνητο. Είναι κρίμα να μην μπορεί να χαρεί εδώ μαζί μας. Πάντως χαίρετε όπου κι αν είναι, και ξέρετε ίσως καλύτερα που δεν μπόρεσε τελικά να τον δει. Δεν θα άλλαζε κάτι. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε και μένουμε στα λόγια, δεν κάνουμε αυτά που λέμε αλλά δεν πειράζει, δεν πειράζει γιατί δεν είναι κακό να κάνουμε λάθη. Ειδικά όταν αυτό το έλεγε ένα άσπρο προβατάκι ανάμεσα στα μαύρα, που συγχωρούσε τα πάντα. Που δεν κράταγε κακία σε κανέναν. Είπαν πως όταν ήταν κάτω στην άσφαλτο ήταν χαμογελαστή, το αίμα κυλούσε στο μέτωπό της και έδειχνε για πρώτη φορά μετά από καιρό ότι δεν πονάει, ότι είναι καλά. Είπαν επίσης πως στο χέρι της κρατούσε ένα χαρτί που ίσως φταίει για το ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι μαζί μας. Το κρατούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε, το κρατούσε όπως κράταγε και όλους εμάς τόσα χρόνια. Εμάς, τα μαύρα πρόβατα...