Για τις εκλογές..

Είχα αποφασίσει πως αυτό το blog θα είναι ποιητικό μα μια μέρα πριν τις ποιο σημαντικές εκλογές που έχω ζήσει έχω ανάγκη να πω μόνο μια πράγραφο..

Πολλοί δεν θα πανε να ψηφίσουν αύριο γιατί όλοι είναι ίδιοι, γιατί όλοι βάζουν στην τσέπη τους, γιατί τίποτα δεν έχει αλλάξει τόσα χρόνια, γιατί "δεν ασχολούντε με την πολιτική. Οι Κινέζοι λένε: "Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι" Αύριο θα ψηφίσω Σύριζα και ελπίζω αυτό το κερί να γίνει φλώγα στις συνειδήσεις αυτών που έφεραν το σκοτάδι. Καλή ψήφο σε όλους/ες...

Ενός πρωινού

Μόνο κάτι σκουριασμένα ταλαιπωρημένα σύρματα προσπαθούν μάταια να εμποδίσουν αυτήν την άγρια θέα.
Ακόμη και τα μαύρα πυκνά σύννεφα
συντελούν σε αυτό το πανέμορφο για το μάτι εικόνισμα.
Ξημερώνει και ακόμα ο ήλιος να φανεί.
Αυτό που βλέπω με εμποδίζει να προσανατολιστώ για το που θα εμφανιστεί το πρώτο κομμάτι Του.
Τα καΐκια επιστρέφουν από το μαύρο ταξίδι τους στην νύκτα.
Ταλαιπωρημένοι ψαράδες και γεμάτα από διάθεση ψαροπούλια αχνοφαίνονται στο πλάνο.
Δεν θα βρέξει,
είναι όλα στημένα.
Το μυαλό μου καθαρό από το βραδυνό μπάνιο,
κερδίζει στιγμές βλέποντας τα σγουρά μαλιά της θάλασσας.
Τώρα δεν υπάρχουν γαλανά νερά παρά μόνο σκούρα, μαύρα, άγρια,
όμορφα άγρια νερά.
Πόσοι άραγες να είδαν αυτήν την εικόνα όπως εγώ;
Πόσοι ερωτεύτηκαν λίγο περισότερο τον εαυτό τους και τους γύρω τους βλέποντας ό,τι βλέπω.
Σκέφτηκαν άραγες ότι σκέφτηκα εγώ; Θα μάθω ποτέ τι σκέφτηκαν οι Άλλοι;
Σε ζωγραφίζω πάνω στα σύννεφα και ψάχνω να βρω κάτι ξεχωριστό για να σε φωνάζω.
Κάτι δικό μου για να σε κάνω δικό μου.
Πρώτη φορά δεν μου λείπουν τα αστέρια,
δεν τα ξέχασα,
ποτέ δεν θα τα ξεχάσω.
Μόλις το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από ένα άυλο λουλούδι,
έδωσε την θέση του στα ροζ σύννεφα που προσπαθούν να φανούν ανάμεσα στην μαυρίλα.
Τα πουλιά δίνουν το σήμα για να αρχίσει η μέρα πετόντας πάνω μου σε σχήματα συμπαντικά
κάνοντας την αλήθεια να μοιάζει με το πιο όμορφο όνειρο,
το πιο όμορφο παραμύθι.
Και να τα σύννεφα αρχίζουν να δημιουργούν ένα χρυσό περίγραμμα
σαν αυτά που περιγράφουν οι πιστοί κάνοντας μας να νομίζουμε λίγοι μπροστά στο απέραντο μεγαλίο τους.
Νοιώθω ο κόσμος με αφήνει και το χώμα που πατάω βουλιάζει στο απέραντο γαλάζιο.
Μόνη μου παρέα ένα κουκούλι τζιτζικιού μου θυμίζει την ανάγκη για εξέλιξη.
Είναι μόνο όμως.
Χέρια ψυχρά του αέρα χαϊδεύουν ερωτικά τον σβέρκο μου και κάθε τρίχα του σώματος μου αναπηδάει στην δίψα της στιγμής.
Τα χρώματα λεπτό με το λεπτό αλλάζουν,
ο ουρανός έχει έρθει στην θέση του ξανά.
Κοιτάω ευτυχισμένος ψηλά και αναρωτιέμαι γιατί παλιά φοβόντουσαν να μη τους έρθει ο ουρανός στο κεφάλι.
Είναι όμορφος ο ουρανός,
μας δείχνει πόσο μικροί ήμαστε μπροστά στην αιωνιότητά του.
Στο βάθος πίσω από τα ίσια βουνά φαίνονται τα μαλιά σου που σκιάζονται από τα ασύμετρα σύννεφα.
Ψάχνω να βρω κάτι ξεχωριστό για να σε φωνάζω και η μόνη ανάγκη μου γίνεται νονά της πιο όμορφης στιγμής της ημέρας μου.
Ξημέρωσε.
Καλή σου μέρα κυρά της αγκαλιάς μου..
Σε ερωτεύομαι...

Χωρίς τον ήλιο

Φεγγάρι, πονάει η στιγμή της σκέψης
στο σκοτάδι της ψάχνει τον ήλιο
με ένα παγκάκι σπασμένο για φίλο
πληγωμένη φεγγει την αυγή της θλίψης

Με τα λίγα λεφτά κερνάει τ' αστέρια
ζητά αντάλαγμα ένα φιλί
τρέχει στον ουρανό νέο παιδί
κοίτανε ψηλά αγκαλιάζει τα χέρια

Παραλία κύματα ήχοι πετάνε
παγωμένες σκιές ησυχάζουν
κρύβουν τα βράχια αναστενάζουν
την μοναξιά τους στην μπουνάτσα κοιτάνε

Τρέχει εδώ κι εκεί κλαίει φωνάζει
χωρίς μυαλό το σώμα χάνεται
τα φώτα σβήνουν φάρος φένεται
η ανάσα της κόβεται με τρομάζει

Πλησιάζει στην άκρη τα μάτια κλείνουν
κρατάει της σκιάς της το χέρι
την κοιτάνε στο βάθος δυο γέροι
δεν την κοιτάνε την ζωή της αφήνουν.

αγαπάω

χαμογέλα
δώσε ζωή στην νέα μέρα
κοίτα χηλά τον ουρανό μαυρίζει
μαύρα πουλιά φωλιάζουν στ ονειρά μας
μαύρη καρδιά γυρνάει στα στενά μας
πόνος έλξη γιατί μαζ'ι
πιοι νόμιζαν πως τουτη η στιγμή αρκεί ένα φιλί όλα σβήνουν.. παγος
πόνος μίσος αγάπη έρωτας
ασπρο μαύρο
ουρανός
αγαπάω
αγάπησα

Πρόχειρο

Στο παλιό δωμάτιο έχει κρύο
κι είμαστε μόνοι εμείς οι δύο
τα ρούχα μας είναι σκισμένα
μαύρα λιοντάρια πονεμένα
οι φίλοι μας κοιτάζουν πίσω
ασε μόνο να σ αφήσω
και της καρδιάς μου οι λυγμοί
λευκή θαλλάσια εκδρομή
Τα φώτα πέσανε ξάνα
λίγο πιο πίσω στα παιδιά
χάνουμε απόψε τα στενά
φίλαμε έλα πιο κοντά
γυρνα το πρόδωπο ψηλά
κοίτα τους νίκα τους ξανά.

αγκάθινες ιστορίες

Με θυμάσαι; Όχι από τότε. Από χθες, που σε κοιταζα στα μάτια και τα μάτια μου γυάλιζαν απ την ζαλάδα. Αναρωτιέμαι που και που αν εκείνο το βραδυ είχες κοιτάξει τον βροχερό ουρανό στα μάτια. Αν είχες δει τα γκρίζα σύννεφα που μαύριζαν λεπτό το λεπτό. Πίσω απ' όλα, πίσω απ' το αστυνομικό τμήμα, πίσω από τα σύννεφα, την βροχή, τον ουρανό, υπήρχανε χιλιάδες αστέρια, αστέρια που παίζανε και τρέχανε να κρυφτούνε πίσω από τα σύννεφα, εκεί που δεν θα τα έβλεπε κανείς. Πιάσε μου το χέρι, είναι αυτό το χέρι που σου χάιδευε τα φωτινά από τις κόκκινες φλόγες μαλιά σου, αγγιξε τα χείλη μου, αγγιξέ τα και φίλησέ τα όπως τότε, την πρώτη φορά που σου έδειξα την πιο αγνή, την πιο σοβαρή, την πιο αστεία, την πιο όμορφη πτυχή του εαυτού μου.
Το κοινό έχει αρχίσει να παραπονιέται.. Τα χειροκροτήματα έρχονατι να αντικαταστούν από μίζερα βλέματα και βαρεμένες φατσες δεξιών πενηντάχρονων. Οι γυναίκες αρχίζουν να μιλάνε μεταξύ τους και να προσπαθούν να καταλαβάνουν τι συμβαίνει. Αυλαία Τέλος
Οι κουρτίνες κλείνουν και τα φώτα μισοπεθαίνουν. Οι ταξιθέτες ελέγχουν τα εισητήρια και πρέπει να φύγουν, όχι όλοι, αυτές, δεν αντεξαν. Ο παππούς που αλλάζει τις τανείες ψάχνει άδικα να βρει την επόμενη. Δεν είναι εκεί. Ήρθε οι ώρα να φύγουν και οι άλλοι, "Πιο μακριά θα πάνε τούτοι κύριε."
Και όλα αυτά -πάλι- για 'να πουκάμισο αδειανό, ψυχρό, χωρίς ζωή χωρίς καρδιά μόνο απόλαυση -αυτό που είχα τότες-. Αυτό που κρέμασα ψηλά να μην το φτάνει ούτε η αλεπού αυτό το φόρεσα ξανά μα τις χίλιες θάλασσες. Βγάλτο από πάνου μου και πέτα το μπορείς; Ξερίζωσέ του τα τα μανίκια, τα κουμπιά, σκίστο και κάψτο μέχρι να σιγουρέψεις πως κόπηκε. Καν' το αυτό και θα αναπνεύσω ξανά μα μην αργείς, μετά την εκκλησία έλα σπίτι και βοήθαμε.
Η "Παναγία Θαλασσινή" χτυποδαριέται από τα βραδυνά παιχνίδια του Ποσειδώνα. Οι ναύτες τρέχουν στα καταστρώματα, τους ακολουθεί ο κόσμος. Το πλοίο χορεύει ανάμεσα στα κύματα και κουνιέται στους φανταστικούς ρυθμούς του καλίνκα. Σκοτάδι σύννεφα, τ' αστέρια πάλι κρύβονται, "Κουνιόμαστε" "βοήθεια" "Βουλιάζουμε".
Κάποιοι βρήκαν τον τρόπο να αλλάξουν αυτές τις ιστορίες τη ροή κι' άλλοι δεν το θελαν. Μερικές φορές επιλέγουμε την ασφάλεια, την σιγουριά, λέμε ψέματα στον εαυτό μας. Άλλες φορές μετανοιώνουμε.
Άλλες ιστορίες έχουν όμορφο τέλος άλλες όχι. Κάποιες ιστορίες σαν τις θυμάσαι σε κάνουν να κλαις κάποιες να γελάς. Αλλά δυστυχώς δεν μπορείς να επιλέξεις το αν θα υπάρχει τέλος.
Τότε της είπε: "Φαντασου να με πίστευες ότι αυτό που έχω δεν είναι κάτι μόνιμο, ή κατι που δεν αφορά την αγάπη μας, θα ταν αλλιώς τα πράγματα αν αυτό το έδιωχνα θα έβλεπες έναν άλλον άνθρωπο δίπλα σου.. Αυτόν που σ έκανε να μ ερωτευτείς"

Ονειρεύτηκε ότι χορέψανε μαζί πάνω στα μαύρα σύννεφα ακούγοντας μπάχ και βλέποντας τα φωτεινά αστέρια..

Φωτιά

Κόκκινο το χρώμα των μαλιών σου
σαν τούτο του αίματος ζεστό θερμό φιλί
ή την φωτιά που καίει απόψε την ψυχή μου
σαν την αλάνθαστη ζωή του μελτεμιού
φιλήσυχη και πονήρή φωτιά μέσα στο δάσος
που καίει αργά κι ανέμελα τα φύλλα
και με τραβάει σιγά σιγά να προσκυνήσω
το χρώμα κείνο το καυτό που την καρδιά μου καίει
πετάω ξανά μα πιο ψηλά και τα αστέρια αφήνω
φεύγω μια βόλτα μυστική- μαζί μου σε αφήνω
ν' αρπάξεις τούτη τη φωτιά- θεού παλιού καμώματα
και τότε να 'ρθεις να με βρεις ψηλά με τις σταγόνες
που η βροχή τις άφησε να πέφτουν στην σκηνή μας

θέατρο παίζουμε μ' ακούς;
Μα τούτη τη φορά σενάριο είν' η ζωή μας

Συγνώμη

Κοίτα με στα μάτια
Κοίτα τα αστέρια και σταμάτα- εκεί
ψυχές άβατες
Ψάξε να βρεις αυτό που έχασες- πέταξες
προδωσία
όλα για μια πουτάνα κοινωνία
δες πως με έκανε
τα χέρια μου στα αίματα τα πέταξε
κοίτα ψηλά αυτά
δεν σε βλέπω όλα είναι σαν χρωματιστά
κολύπμάω γυμνός
ξαπλώνω στην πνοή σου κι όμως είμαι νεκρός
όλα είναι θαμπά
τα χάνω όλα δεν σε βλέπω ξανα
καταλαβαίνω
είναι όλα λάθος
ψάχνω ως το βάθος
δεν με βρίσκω εκεί
χάθηκα στου τρένου την απόγεια γραμμή
όλα τέρμα
σ' ακουμπάω σε τραβάω μα γλιστράει το δέρμα
δεν μπορώ
να αλλάξω αυτό που έκαναν να ζω
θα μαι κει
θα μαι κει να με πατήσει της σιωπής σου η βουή

Εμμονή

Τι θυμάσαι πια εσύ
εσύ με ξέχασες μια νύχτα του Ιούνη
Τα μάτια σου δακρύσανε
πάγωσε το βλεμα
το μίσος έγινε φωτιά
τυφώνας η καρδιά
χάθηκες στην σιωπή του σκότους
και κράτησες στα χέρια σου
πράγματα απλά
που σου έδωσα σαν ήμουν αγκαλιά σου
χαθηκες μια νύχτα του Ιούνη
τότε χάθηκες
κείνο το βράδυ
και δεν ξανάρθας ξανα πια
ήσουν το φόρεμα το άδειο του Ομήρου
εκείνο που πολέμησαν οι πρόγονοι γι αυτό
κι εγώ πολέμησα τον εαυτό μου
κατέστρεψα για άνα φόρεμα αδεινό
μαύρη καταραμένη ώρα
ψεμματα, φόβος, συνουσία
ψεύτικα πράγματα
ψεύτικη ζωή
αληθινός ο πόνος της ψυχής
που δεν καλμάρισε από τότε
έμεινα στην πρώτη του Ιούνη
δεν φεύγω από κει ότι κι αν γίνει
μαυρός κι αν γίνει ο ουρανός
όσο κι αν βρέξει και χιονίσει
πάντα θα φαίνονται στον ουρανό το αστέρια

Κι όμως μ' άφησες- Ο έρωτας μιας κατάληψης

Μη με αφήνεις μόνο, είμαι στην άκρη ενός αρχαίου πύργου μες τα χαλάσματα του άγριου χρόνου. Σκέφτομαι μόνος σαν τον βράχο τα χρόνια που περνάνε σαν λεπτά γι' αυτόν τον άπιστο και χρόνιο κόσμο. Τα ιδρωμένα κορμιά των φύλων αρχίζουν να κουνιούνται και να πετάνε δίπλα μου στον άρυθμο ρυθμό του πέμπτου πιάνου που φανταστικά ακούγεται μέσα στις έρημες φωνές του αέρα. Κίτρινα κόκκινα πετάνε δω και κει και τρεμοφέγγουν σαν καθρεπτίζει πάνω σας το φως του φεγγαριού. Αχ το φεγγάρι. Άσπρο σαν τον μανδύα που φορούσαν τότε οι εταίρες που πηγαινοέρχονταν στις άδειες γειτονιές ψάχνοντας για πληρωμή. Με ένα σχήμα αχ σαν τέλειος ήλιος είσαι με άλλο χρώμα και πολύ πιο τρανό. Πόσοι ποιητές να έγραψαν γι αυτόν τον άσπρο πλανήτη που χιλιάδες χρόνια τώρα εμπναίει τους νέους να ενώσουν τα χείλη τους μπροστά στο φως του; Έτσι και μέις. Θυμάσαι; εννέα μήνες και κάτι πριν, μπροστά στις μελωδίες του αέρα που συνόδευει εκείνη τη κρύα νύχτα πάνω στα κρύα θρανία ενός μισοάδειου σχολείου. Άδειου από τις φωνες των μαθητών στα διαλείματα γεμάτου όμως απ' τα φώτα του φεγγαριού. Ήταν το ίδιο φεγγάρι μ' ακούς; Το ίδιο με αυτό που με έσπρωξε με μια γλυκιά και σιγανή φωνή να σε φιλήσω. Πρώτα στο μάγουλο που ήταν χρωματισμένο σαν μικρού παιδιού και κρύο, σα να φίλαγα νεκρό σώμα ανθρώπου με λατρεία. Και να που τούτο το φεγγάρι με έσπρωξε ν' αναζητήσω κατι πιο ζεστό για να φιλήσω και σιγά σιγά πλησίασα τα χείλια σου και τα φίλησα με τόσο πάθος, με τόση ανάγκη γι' αυτό, όπως τους μικρούς ζητιάνους στα άδεια πεζοδρόμια που αγκαλιάζουν όχι με τις χούφτες τους μα με την ψυχή τους το κρύο νόμισμα που πέφτει με λύπηση πάνω τους. Και ζεστάθηκα, ήταν το πιο ζεστό φιλί στην πιο κρύα νύχτα της ζωής μου. Αμέσως μια ρίγη διαπέρασε όλες τις τρίχες του σώματός μου σαν τον άνεμο που φυσάει τις ταλαιπωρημένες καλαμιές τις άγριες νύχτες του φνινοπώρου. Σαν το παιδί που θέλει κι άλλο γάλα μητρικό έτσι σε φίλησα ξανά και ξάνα και ξανά μέχρι που κάναμε έρωτα στο φως του ίδιου φεγγαριού. Και κείνη τη στιγμή ένας ιπτάμενος άγγελος σήκωσε τις καρδιές μας και τις πήγε βόλτα πάνω απ' τα γκρίζα κτήρια, πάνω απ' τα γκρίζα σύννεφα εκεί κοντα στο φεγγάρι. Και κόκκινη σαν ήταν η ατμόσφαιρα από το φως του μισοπεθαμένου ήλιου έγινε ροζ σαν τα μάγουλα σου που συνέχιζα να φυλάω σαν έκανα έρωτα στο σώμα σου. Μα όλο αυτό δεν ήταν τίποτα, ξαφνικά αφήσαμε τα σώματά μας να παίξουν να ιδρώσουν και να αγκαλιάσουν το ένα το άλλο και ανεβήκαμε και μεις μαζί με τις καρδιές ψηλά και μια ηρεμία μας άφησε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο δίχως άχνα απλά να κοιτάμε χωρίς να σκεφτόμαστε, χωρίς να ανοιγοκλείνουμε τα μάτια -δεν υπήρχαν ματια δεν υπήρχε τίποτα- μόνο εσύ και εγώ μπροστά στο άσπρο φως του φεγγαριού. Τα λεπτά πέρασαν όπως και οι μήνες και να που σ' έχασα από κοντά μου. Όχι το σώμα σου που το είχα χάσει από καιρό μα την ψυχή σου ολάκερη την έχασα για πάντα. Και να που εννέα μήνες και κάτι μετά κάθομαι και σκέφτομαι τα μαλιά σου, τα μάτια σου, την ψυχή σου και κλέινω τα μάτια. Όπως τότε που τα κλεινα για ν' ακουμπήσω τα χείλη σου. Και σε φαντάζομαι μπροστά μου -δεν ξέρεις πόσο όμορφη είσαι-, πιο όμορφη από ποτέ. Λένε πως ο έρωτας της φαντασίας περνάει χρόνια μετά τον έρωτα της πραγματικότηςτας. Μήνες πριν ερωτεύτηκα το πρόσωπό σου, τα χάδια σου, την φωνή σου και τώρα ερωτεύομαι την φαντασία μου και την κάνω αληθινή στα όνειρά μου και δεν κοιτάω πάλι έξω απ' τα μάτια μου. Φοβάμαι να δω έξω από τα μάτια μου. Φοβάμαι να τα μισανοίξω όπως το παιδί που φοβάται να ανοίξει τα μάτια του να δει το δώρο του μην και δεν του αρέσει. Φοβάμαι μήπως τα ανοίξω και δεν είσαι εκεί, μ ακούς; Μια βροντή με ξυπνάει απ τον ονειροπόλο λίθαργο και σε χάνω από μπροστά μου. Ξανακλείνω τα μάτια μου να σε ξαναδώ μα δεν είσαι πουθενά, τρελένομαι. Μην μ αφήνεις μόνο. Τα ξανανοίγω και κοιτάω φοβισμένα, και παραπονεμένα το φεγγάρι. Είσαι εκεί σε νοιώθω είσαι κει και χαμογελάω. Το σώμα σου δεν είναι κει. είναι πλάι σε κάποιο άλλο μα δεν με νοιάζει. Και δίνω μια υπόσχεση. Πως θα σε έχω μπροστά μου στο φεγγάρι μας για όσο φέγγει. Για όσο καιρό εμπνέει τους ποιητές να το χρησιμοποιούν, για όσο καιρό οι νέοι θα φιλιούνται στο φως του. Για όσο θα σαι κει μακριά και για όσο θα σ' αγαπάω. Και θα βγω αληθινός αυτήν την φορά, γιατί θα σ' αγαπάω για πάντα. Εσύ μου έδωσες αυτήν την κατάρα θυμάσαι; Μόνο κάτι σου ζητάω, μη μ αφήσεις μόνο ποτέ ξανά, δεν μπορώ μόνος, φοβάμαι μ ακούς;

Ιούλιος 2007

Παγωμένος

Ανοιγμένος στην σακούλα μιας αιτίας
αναζήτηση στα μάτια μιας αγίας
Πεσμένος απ' τα αδύνατα ποδάρια
κουδουνίζουν της σιωπής τα κουρδιστάρια
Αφεντικά και δούλοι της αυγής
Πέσανε στης νύχτας το λευκότερο κατώγι
Μίας νυχτιάς πνοή του πληγωμένου δάσους
μιαν ανάσα για να βγείς απ΄ τη σιωπή του βάθους
σε χάσαν και σε βρήκαν στα ανώγεια
με ένα μπουκάλι κρασί και μια κιθάρα
τραγουδοποιός της γης και των ονείρων
εσύ που χάζευες τις νότες των αγίων

-

Μαύρα κύματα
λευκές σημαίες
άγνωστα διλήματα
χαμένες ημέρες

Ξαφνικά

Ξαφνικά, μπήκες σαν την σκιά των αστεριών
άδραξες το νήμα της αγάπης
και έσβησες, αχ έσβησες
τον πόνο απ αυτόν τον άδειο χάρτη
σαν την άδεια καρέκλα
μόνη μέσα στον άυλο τόπο της οργής
πόνος έμοιαζε κόπος στο σκοτάδι
έχψαχνα άδικα να βρω τον άλλο χάρτη
να μου χαρίσει αυτό το όμορφο πιοτο
και μέσα στα ξενύχτια της μαγίας
αγνάντευε ο ήλιος της αυγής
τα όμορφα παραμυθένια κάστρα της αγάπης
άρματα μάχης να σε δω και το ποθώ
η μελωδία της καρδιάς σου με θολώνει
μου δίνει της ανδρείας την χορδή
να αγγίξω θέλω αυτά τα μονοπάτια
να περπατήσω πλάι σου στην άδεια την ψυχή
και όσο και να τρέχει αυτό το φως στο μεσονύχτι
και ας με κυνηγάει η αλήθεια να το πω
σε θέλω ολόψυχα θα μπω στον κόσμο των νεκρών