Παραίσθηση

Και έρχεται η στιγμή, αργά η γρήγορα που όλοι ξεμένουμε μόνοι σε ένα δωμάτιο.
Μόνοι μας. Εμείς και το δωμάτιο. Ψάχνουμε χώρο για να σταθούμε.
Το δωμάτειο φαίνεται άδειο. Οι τοίχοι άσπροι, πιο παλαβοί και απ τους τρελούς. Όλοι άσπροι!
Το πάτωμα δεν θυμόμαστε πως μοιάζει. Ήμασταν πάνω του χυμένοι, κολλημένοι τόση ώρα και δεν θυμόμαστε τι χρώμα ήταν. Ούτε το υλικό θυμόμαστε παρά μόνο ότι ήταν κρύο.
Όλα είναι τόσο καθαρά, αφήνουμε λίγο το μυαλό μας ελεύθερο και ξεχνάμε να συγκρατήσουμε μέσα μας αυτά που βλέπουμε τριγύρω.
Χανόμαστε στην περίεργη αύρα του δωματίου. Στην αρχή φοβόμαστε.
Κουρνιάζουμε στις γωνιές του και προσπαθούμε να το αφήσουμε να μας επιβληθεί. Είμαστε και νοιώθουμε πολύ μικρότεροι από αυτό. Οι πρώτες κινήσεις μας να το προσεγγίσουμε μας αγχώνουν ακόμα περισσότερο εμποδίζοντας μας να εκπληρώσουμε την θέλησή μας.
Λίγο μετά αρχίζουμε να γνωριζόμαστε. Αρχίζουμε να απλώνουμε το σώμα μας στην κρύα σκληρή μάζα του και σαν να κολυμπάμε αρχίζουμε να σερνόμαστε στο πάτωμα του. Πλέον ναι περνάμε καλά. Οι άσπροι τοίχοι μπορεί να μην δείχνουν τίποτα μα δεν είναι και άσχημοι. Μας βολεύει αυτό.
Το συνηθίσαμε το δωμάτειο. Το οικοιοποιηθήκαμε. Μας βολεύει αυτό το δωμάτειο.
Μπορεί να μην γελάμε όλη την ώρα, μπορεί να μην γελάμε και καθόλου
μα δεν μας πειράζει γιατί δεν κλαίμε.
Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να βγούμε μα δεν βρίσκουμε λόγω να το κάνουμε.
Εχουμε βολευτεί στο ουδέτερο του τοίχου και την σιγουριά που δίνει η πλήρης έλειψη ερεθισμάτων και τροφής για σκέψη.

Κλείνουν τα φώτα. Όλα σκατά. Γύρω σκοτάδι.
Όσο και να κοιτάξουμε γύρω μας δεν θα βρούμε ούτε μια χαραμάδα φωτός,
ούτε μία απόδειξη της πραγματικότητας. Στο μέτωπό μας αρχίζει και τρέχει ιδρώτας. Νοιώθουμε ότι καιγόμαστε, βγαζουμε τα ρούχα μας και τα πετάμε με βία προς άγνωστη κατεύθυνση. Ξαπλώνουμε στο πάτωμα.
Κηλιόμαστε να ανακουφιστούμε από το ξάναμα που χειροτερεύει όσο δεν βρίσκουμε τρόπο να βγούμε από το δωμάτιο. Ουρλιάζουμε δυνατά και βρίζουμε.
Οι ώρες περνούν και δεν σταματάμε να χρησιμοποιούμε όλη την δύναμη της φωνής μας,
για να δείξουμε την απόγνωσή μας. Παρότι ξέρουμε πως δεν μας ακούει κανείς εμείς εκεί, συνεχίζουμε και φωνάζουμε μόνο από θυμό, θυμό -κυρίως- για τον εαυτό μας. Θέλουμε να καπνίσουμε ένα τσιγάρο. Το βάζουμε στο στόμα μας, βγάζουμε σαν να μην τρέχει τίποτα τον αναπτήρα από την τσέπη και το ανάβουμε. Καταλαβαίνουμε πόσο χαζοί και άβουλοι είμαστε. Είχαμε πάνω μας το μέσο για να αλλάξουμε το δωμάτιο. Μπορούσαμε να του δώσουμε ξανά φως μα η πρώτη μας αντίδραση ήταν να γκρινιάξουμε και να φωνάξουμε θέλοντας να βγάλουμε από μέσα μας την υπέρογκη ένταση που νοιώθαμε. Βάλαμε μυαλό. Πέρνουμε τον αναπτήρα πάμε στην ακρη του δωματείου και αρχίζουμε και κοπανάμε τον τοίχο. Είναι ξύλο. Με αρκετά χτυπήματα τον σπάμε και και βγαίνουμε έξω. Κοιτάμε γύρω γύρω μου πιάνεις το χέρι κοιτιόμαστε και αρχίζουμε και γελάμε. Τώρα καταλάβα ποια είναι η διαφορά του έξω με την ασφάλεια που νοιώθαμε ανάμεσα στους λευκούς παλαβούς τοίχους. Στο δωμάτειο είμασταν ευτυχισμένοι, έξω με όλες αυτές τις εικόνες, με εμάς τους δύο, με τους γύρω μας, μπορούμε να γελάμε να είμαστε χαρούμενοι. Μπορεί και να κλαίμε μα δεν μας πειράζει.

Έλα να ταξιδέψουμε


-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
-Μα ακόμα δεν..
-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.

Βράδυ, ο αέρας σφυρίζει δυνατά στα αυτιά
Με ξυπνά η ανάσα - σου γλύφει το εγώ μου
Ξενιτιά, σε μια θάλασσα κρυμμένοι βαθιά
Σε κοιτάω κρυφά και ξεχνάω τον σκοπό μου.

-Φοβάμαι
-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
-Φοβάμαι

θες να έρθω κοντά σου να κατσω μαζί σου εδω;
Στα όνειρά μου θα σε πάρω μαζί μου καλό μου
εχω αναγκη την δικιά μου αλήθεια να βρω.
Μην ξεχνάς το βραδάκι θα χορευεις στο φώς μου.

-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
-Πήγαινε μόνος.
-'Ελα να ταξιδέψουμε μαζί.

Ανοίγω τα μάτια διπλα μου καθεται άλλη
τρέμω ανάβω φοβάμαι σε θέλω έλα εδώ
όλα σβήνουν το σκοταδι θα αναψει και παλι
μονο θυμίσου πως καποτε μου πες δεν θα 'σαι εδω.

-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
-Πάμε.
-Δεν θελω θα χαθώ.
-Τοτε να μην πάμε.
-Εχεις δίκιο.
-Αντίο λοιπόν.
-Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.

Μιλάς εσυ


Σε μια γωνία του καθρέπτη δεν λυγίζει το φως
όλα γύρω σου σβήνουν και 'συ μένεις σκυφτός

Παλιοί φίλοι εμφανίζονται και φεύγουνε
τα παιδιά στο σοκάκι φωνάζουνε και παίζουνε

οι στίχοι σου ξαναβγαινουν στο χαρτί
την ξερω την αλήθεια δεν στο έχω ξαναπεί

σε έχασα πριν καν σε ερωτευτώ
δεν σε βρήκα και ποτέ δεν θα σε βρω

μου χει λέιψει η φωνή σου δεν γυρίζει η γη
όχι αυτη η φωνή δεν μου ειναι πια γνωστή

το ξερω όνειρο σου είναι να πετάξεις
να δεις τον ουρανό τα αστέρια να πιάσεις

να μου φερεις δυο τρία να τα βαλω στο τραπεζι
να έχει η πεταλούδα μου παρέα να παίζει

μου είπαν οι γνωστοι σου ότι χαθηκες
σε έναν κόσμο γεμάτο από παραίσθηση πιάστηκες

κι όλα αυτά για να κάτσεις σε μια κρύα αμμουδιά
με έναν βράχο και ένα ξύλο να κοιμάσαι αγκαλιά.

να μην μιλάς σε κανέναν να μην κοιτάς το καράβι
να πηγαινεις να κρύβεσαι μια ζωή στο σκοτάδι.

Να ξεχνάς πως είναι να σου χαϊδεύουν τα μαλιά
και μέχρι να πεθάνεις να θυμάσαι τα παλιά.