Οβερτούρα 1812

Και να που ήρθε ο χειμώνας
άσπρος και παγερός όπως παλιά
τότε που ξεπροβάλαμε εσύ κι εγώ
στο παγωμένο προαύλιο του παλιού σχολείου

Και οι λέξεις χάνονταν,
μια μια σαν κάτι να τις απασχολούσε
και εσύ τις έψαχνες χορεύοντας
κι εγώ από πίσω μύπως τύχει και χαθώ

Τρομπόνια και βιολά ακούγονται
κι εσύ αρχίζεις να κουνάς τα χέρια σου
σαν διευθυντής ορχήστρας τα κουνάς
σ΄ακούω και χορεύω κι εγώ

Και θαύμα μαγικό από μακριά
μπαίνουν τα τύμπανα και τα ταμπούρλα
πέφτουν τα φύλα απ' τα κουρασμένα δέντρα
κι ο Τσαικόφσκι σ' ακούμπάει απαλά στα μαλιά

Την Οβερτούρα του σου παίζει τώρα
σαν μαριονέτα να σαι πιάνει τα χέρια σου και τα κουνά
και συ χαμογελάς σαν λούτρινο κουκλάκι
σαν τούτα με το έντονο το κόκκινο κραγιόν

Μου κάνει σήμα να 'ρθω κι εγώ κοντά
μου δίνει μια φλογέρα και μια ματιά
εμφανίζονται όλοι οι φίλοι μας
κουμπάροι και ξαδέρφια με βιολιά

Δυνατά πλέον όλοι παίζουν και κάνουν την νύχτα μέρα
πυροτεχνήματα στον ουρανό
το χαμόγελό σου πιο χαρούμενο από ποτέ
το βλέμα σου είναι πάντα αληθινό

Σ' αφήνει τα χέρια και τα κουνάς μόνη
όλα εξαφανίζονται κι όλοι
μένουμε μόνοι σ' ένα λιβάδι από πεταλούδες
έχει φύγει ο χειμώνας και μένει μόνο η μελωδία

Μ΄ αγκαλιάζεις, χορεύουμε μαζί
οι πεταλούδες με κάθε βήμα μας χαζεύουν
πάνε πιο μακριά και πιο μακριά
μια καρδιά μας φτιάχνουνε στον ήλιο

Νυχτώνει, μένουμε μόνοι με τ' αστέρια
σε χάνω κι η μελωδία μένει
αρχίζω και κουνάω τα χέρια δυνατά
η μουσική δυναμώνει, τρέμω ολόκληρος

Χορεύοντας σε ψάχνω εδώ κι εκεί
οι πεταλούδες χάνονται, χτυπάνε καμπάνες
δεν βλέπω τίποτα έχω τυφλωθεί
μόνο καμπάνες και την μελωδία

Και τώρα σας βλέπω πάλι όλους
δεν βλέπω εμένα αλλά δεν στεναχωριέμαι
βλέπω εσένα και τους φίλους μου
όλους αυτούς που αγάπησα κι αγαπώ

Παίζετε δυνατά την μουσική,
πλέον όλα τα φώτα είναι σβηστά
τα αστέρια πέφτουν με ρυθμό στην γη
κι εσύ εξακολουθείς να να τραγουδάς

Η Οβερτούρα 1812 συνεχίζει να παίζει, ο Τσαικόφσκι υποκλίνεται, σου φιλά το χέρι, κοιτάει την θάλασσα και χαιρετά, με χαιρετά.