Ο νέος

Μεσάνυχτα κάπου στην Αθήνα. Ένας νέος κάθεται σε ένα παγκάκι παρέα με το μικρό του σκύλο. Τον πλησιάζω γιατί μου κινεί την περιέργεια ένα παιδί μόνο του μέσα στο πάρκο. Κάθομαι από πίσω του και τον παρατηρώ. Έχει πάρει αγκαλιά το σκύλο του και του μιλάει. Αφήνω πίσω τις δουλειές που έχω να κάνω και κάθομαι να τον ακούσω. Ναι. Λέει ένα ποίημα. Σαν αυτά που διάβαζα θυμάμαι τότε που ήμουν κι εγώ στην ηλικία του. Φαίνεται στεναχωρημένος. Βγάζει ένα στυλό και ένα χαρτί από την τσέπη του και αρχίζει να γράφει ενώ τραγουδάει τραγούδια παλιά, σιγά, για να μην ξυπνήσει τον σκύλο που κοιμάται στην αγκαλιά του. Τον βλέπω να βγάζει από την ταμπακιέρα ένα στριμμένο τσιγαριλίκι. Το ανάβει και δείχνει να το ευχαριστιέται. Όχι, όχι δεν το ευχαριστιέται, δείχνει να ηρεμεί και να ανακουφίζεται από την πληθώρα σκέψεων που του' χουν καταλάβει το μυαλό. Αρχίζει να γράφει στο χαρτί και δείχνει να δακρύζει σε κάθε αλλαγή σειράς. Έχει περάσει μισή ώρα και έχει ανάψει ένα δεύτερο τσιγάρο. Το ποίημα το χει βάλει μέσα στην ταμπακιέρα πια και τώρα κοιτάει τα θολά αστέρια που μισοκρύβονται πίσω από τα αχνιστά σεπτεμβριανά σύννεφα. Ξαφνικά ένα φως παίζει εδώ και εκεί πάνω στα δέντρα πλησιάζοντας τον νεαρό. Ξαφνικά εμφανίζονται δύο αστυνομικοί και ο νεαρός ταράζεται, σβήνει το τσιγάρο και σηκώνεται να φύγει. Οι αστυνομικοί τον σταματάνε και αυτός ανήμπορος να αντιδράσει στέκεται εκεί πλάι στο σκύλο του και τους περιμένει. Μόλις φτάνουν ανοίγουν την ταμπακιέρα, πετάνε στο χώμα το χαρτί με το ποίημα και κοιτάνε τον νεαρό με μίσος κυριευμένο από την εξουσία. Ο νεαρός τους λέει συγνώμη και πως δεν φταίει αυτός, τους φωνάζει συνέχεια ότι πονάει. Ξέρω που πονάει. Στην καρδιά. Αυτό το μέρος που μόνο οι νέοι άνθρωποι έχουν σε λειτουργία. Όχι όλοι, όχι αυτοί που εκείνη την ώρα έβλεπαν τηλεόραση ή έπαιζαν με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι τους. Αυτός ο νέος που καθόταν μόνος του και σιγοτραγουδούσε γράφοντας για ένα πράγμα που του τάραζε το μυαλό, για κάτι που χρειαζόταν λίγο χασίς ώστε να το ξεχάσει. Οι αστυνομικοί αρχίζουν να τον χτυπάνε και αυτός να δακρύζει και να βογκάει σε κάθε τους γροθιά. Ο μικρός σκύλος γαβγίζει στους βασανιστές του αφεντικού του. Έρχεται η ώρα να τον μαζέψουν στο τμήμα. Ο νέος μάταια προσπαθεί απλώνοντας το χέρι του να πιάσει το χαρτί που έχει πατήσει ο αστυνομικός. Ένα χαρτί είναι θα μου πεις μα γι αυτόν σημαίνει πολλά. Το σέρνουν ενώ εκείνος φωνάζει ότι πονάει και ότι δεν φταίει. Πλησιάζω στο παγκάκι όπου ο σκυλάκος κλαίει και κοιτάει το μέρος από το οποίο έφυγε ο νέος. Τον χαϊδεύω για να ηρεμήσει και αυτός αδιάλλακτος κοιτάει στο βάθος και σηκώνει τα αφτιά του στο άκουσμα των τελευταίων ουρλιαχτών του νέου. Πίσω μου είναι το χαρτί μισοθαμένο στο κρύο χώμα. Το παίρνω και το ανοίγω με ευλάβεια. Είναι ένα ποίημα, Ίσως το μόνο πράγμα που με έχει κάνει να νιώσω τόσο έντονη θλίψη στην ζωή μου. Δεν είναι ότι είναι τέλειο από ποιητικής απόψεως μα μόνο και μόνο που είναι βρεγμένο από τα δάκρυα ενός νέου, ενός νέου που μου έμοιαζε ήταν για μένα ένα μαχαίρι στην καρδιά μου. Αφού το διάβασα ξάπλωσα στο παγκάκι με το χέρι μου να χαϊδεύει το σκυλάκι και το ποίημα στιβαγμένο πάνω στο στήθος μου. Αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα μου..

Που είσαι; Το φεγγάρι έχει βγει και ακόμα να θαρρείς πλάι του
ο σκύλος ανυπομονεί να γιορτάσει την άφιξή σου
δεν το ξέρει όμως ζωή μου. Δεν έχει καταλάβει τίποτα
στέκει εκεί κουνώντας την ουρά τους αγνοώντας ότι δεν θα σε ξαναδεί
δεν έχει καταλάβει ότι η "μαμά" του τον αφήνει
δεν έχει καταλάβει ότι τα χάδια σου δεν θα το ξαναζεστάνουν βράδυ

Που είσαι; Χθες το βράδυ πάλι έλειπες από τα όνειρά μου
εδώ κοντά μου έχει κάτσει και με κοιτάει ένας γέρος
έχει καταλάβει ότι κλαίω και με κοιτάει συνέχεια
προσπαθεί να καταλάβει τι με κάνει και κλαίω
δεν ξέρει ότι σε έχασα μια για πάντα
δεν ξέρει πως σήμερα το βράδυ και τα υπόλοιπα βράδια θα κοιμάμαι μόνος

Που είσαι; Με έχεις αφήσει και πίνω μπροστά σε γέρο άνθρωπο
που είσαι να με σταματήσεις από το ρεζίλι
όπως τότε που με κοίταζες περίεργα κάθε φορά που κατέβαζα σαν νερό την ρακί
κλαίω, τ' ακούς και δεν είσαι εδώ να μου πεις να ηρεμήσω
δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν ήμαστε πια μαζί
δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη μου με άφησε

Γιατί δεν είσαι εδώ να σου αποδείξω ότι κάνεις λάθος
να σου αποδείξω ότι δεν φταίω σε τίποτα
πως ότι σου είπα ήταν απλά για να ζηλέψεις
ότι πίστευα πως θα σε χάσω από εκείνον
δεν έχεις καταλάβει ότι θέλω μόνο εσένα
δεν έχεις καταλάβει ότι η ζωή για μένα πια δεν είναι τίποτα

σε αγαπάω. το ξέρω δεν πρέπει να το λέω πια
πρέπει να το ξεχάσω. δεν μπορώ.
δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα.
σε αφήνω, να περνάς ωραία.
να κάθεσαι θέλω μόνο δίπλα στο φεγγάρι
να ακουμπήσεις την θάλασσα, να το κάνω κι εγώ
για να σε νιώσω, το έχω ανάγκη
αντίο

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Για εσένα κι εκείνους τους κάποιους που έχουν το εγκάρδιο ψυχικό σθένος να κατανοούν και να αντέχουν ακόμα....


Η Μεσοκαιρίτισσα κι ο Μεσοκαιρίτης

«Ένα χιονισμένο πρωινό του Φεβρουαρίου η Μυρίνη, η οποία τώρα πλέον διδάσκει το μάθημα της Γνωστικής Επιστήμης ΙΙ στη Σχολή Μηχανικών Γνωστικής Νευροεπιστήμης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, και το οποίο είχε ανοίξει μετά από μια μακρά περίοδο κατάληψης τεσσάρων μηνών, καθώς κάθεται στο γραφείο της και αναλογίζεται τη μοναχική της ζωή βλέπει στη λίστα παρακολούθησης του μαθήματος το όνομα Γεωργία Τρικούπη του Γρηγορίου. Αρχικά δεν της προκαλεί αίσθηση το όνομα μετά, όμως συνδυάζει την ηλικία. Ετών 18, όσο και η δική της κόρη. Μετά θυμάται είχε πεθάνει ο πατέρας του ενόσω εκείνος περάτωνε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Βοστόνη. Η συνειδητοποίηση την βύθισε σε ακόμα βαρύτερη κατάθλιψη δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ήθελε να αντιδράσει; Γιατί; Ήθελε να κάνουνε μαζί παιδιά. Ήθελε η κόρη της να έχει τα έξυπνα μάτια του, τη θετική κλίση του μυαλού του, το μουσικό του ταλέντο και την οξύνοια του πνεύματός του. Η πρόκληση ήταν μεγαλύτερη από αυτή που μπορούσε να αντέξει. Παρά ταύτα, πήγε στο αμφιθέατρο «Νικόλαος Στουρνάρης» να δώσει τη διάλεξη, ήθελε να δει την κόρη του. Ω θεοί και δαίμονες! Δεν χρειάστηκε καν να προβεί σε προσκλητήριο ονομάτων, ήταν εκεί στη μέση. Ήταν φτυστός ο πατέρας της, καρφώθηκε το βλέμμα της στη Γεωργία. Είχε αυτή τη γαλήνια ηρεμία και σπιρτάδα που όλα αυτά τα χρόνια της είχαν λείψει από τον Γρηγόρη.
Ξεκίνησε να αγορεύει για να καλύψει την αμήχανη ταραχή της: «Ο Χέμπερτ Σιμόν, πολυμαθής κοινωνικός επιστήμονας του 20ου αιώνα και ιδρυτής των γενικών προγραμμάτων επίλυσης προβλημάτων, στο βιβλίο του ‘Επιστήμες του Τεχνητού’ έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της Γνωστικής Επιστήμης….». Ξάφνου η Γεωργία ανάτασσε το χέρι της. «Παρακαλώ, τ΄ όνομά σου;» - «Γεωργία Τρικούπη», «Σε ακούμε, Γεωργία», «Ο πατέρας μου πήρε το διδακτορικό του από το ΜΙΤ και είχε την τύχη να παρακολουθήσει μια διάλεξή του λίγους μήνες πριν αποδημήσει εις κύριον», «Πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση, Γεωργία. Μήπως γνωρίζεις το αντικείμενο της διάλεξης;», «Αφορούσε την χρήση της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς και κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στις μεταπετρελαϊκές οικονομίες», «Εξαιρετικότατα, Γεωργία. Σ’ ευχαριστούμε για την στοιχειώδη παρέμβασή σου», «Σε αυτό το σημείο, οφείλω να σας πληροφορήσω ότι ο Χέρμπερτ Σιμόν εκτός από γνωσιακός επιστήμονας ήταν και σημαντική διανοούμενη φωνή της εποχής του καθώς....».
Αυτό το χτύπημα ούτε στους πιο τρομαχτικούς της εφιάλτες δεν το είχε φανταστεί η Μυρίνη. Εκείνη την ημέρα, η διάλεξη διήρκησε μόνο μια ώρα και μετά τους άφησε. Η Μυρίνη μάζευε αργά αργά τον προβολέα και τον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή περιμένοντας να αδειάσει το αμφιθέατρο. Άδειασε, αποχώρησε κι η Γεωργία με την παρέα της. Είχε μετρήσει μεικτή παρέα τεσσάρων κοριτσιών και δύο αγοριών. Πρώτες μέρες στο Πανεπιστήμιο και ακόμα οι παρέες ήταν αγέλες. Τα τοποθέτησε όλα στη συρόμενη βαλίτσα της και εξήλθε του αμφιθεάτρου. Προς μεγάλη της έκπληξη, η Γεωργία με μια ψηλή λιγνή φίλη της στεκόταν δίπλα στο παράθυρο και κοίταζε προς το μέρος της σαν να ήθελε να συζητήσει με τα μάτια της, όπως ακριβώς συζητούσε και ο πατέρας της. «Κυρία Τσίρκα, θέλω να ασχοληθώ με την Ψυχολογία», «Πολύ ευχάριστη η σκέψη αυτή για το πεδίο μας, αλλά, είναι ακόμα πολύ νωρίς να αποφασίσεις Γεωργία. Καλό θα ήταν να περιμείνεις ως τα μέσα του εξαμήνου προτού λάβεις την απόφασή σου», «Κυρία Τσίρκα, είμαι σίγουρη για την απόφαση μου και έχω πίστη στις δυνάμεις μου». Ρίγη διαπέρασε την Μυρίνη. Η μικρή είχε τον χαρακτήρα του πατέρας της. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε η Μυρίνη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την μεταπείσει, γνώριζε πολύ καλά ότι η μικρή θα γινόταν νευροψυχολόγος. «Πολύ ορθή απόφαση, Γεωργία. Θα μιλήσουμε για τους τομείς της Ψυχολογίας στο επόμενο μάθημα. Μέχρι τότε μπορείς να πάς με τη συμφοιτήτριά σου στη βιβλιοθήκη και να δανειστείτε ένα εισαγωγικό βιβλίο ψυχολογίας και να μελετήσετε διεξοδικώς τα πρώτα κεφάλαια.» «Ωραία, θα πάμε. Έχετε να μας προτείνετε κάποιο, κυρία Τσίρκα;», «Ας πάμε μαζί να τα κοιτάξουμε, κορίτσια».
Κι έτσι καθώς προχωρούσαν προς τη βιβλιοθήκη η Μυρίνη γνώριζε ότι μπορεί η βιολογική μητέρα της Γεωργίας να ήταν η Ρενάτα – τι κακόηχο όνομα κι αυτό, το Ευλαβία μυριάδες φορές ευηχότερό του είναι – , όμως η μικρή, ευτυχώς για την Μυρίνη, δεν της έμοιαζε καθόλου, γιατί εκείνη σκόπευε να γίνει η επιστημονική της μητέρα. Ήθελε με τη διακριτική και ζεστή της εποπτεία να της ξεδιπλώσει τα απάτητα μονοπάτια της επιστήμης. Το έργο της θα ήταν ευκολότερο απ’ όσο πίστευε, ο Γρηγόρης με την βαθειά του ανθρωποκεντρική θεώρηση της επιστήμης, την οποία ενστερνιζόταν και η ίδια η Μυρίνη, είχε προλειάνει το έδαφος. Η μικρή Γεωργία ήταν ένας ακατέργαστος πηλός, έτοιμος να σφυρηλατηθεί με τις βαθύτερες αρχές της Γνωστικής Νευροψυχολογίας. Η κατεργασία όμως της νεαρής επιστημόνισσας έπρεπε να λάβει χώρα αργά και μεθοδικά, με σεβασμό και επιστημοσύνη. Ήθελε να την σμιλεύσει με τα καλύτερα δυνατά εφόδια. Διότι ο μεγάλος κριτής δεν θα ήτο κάποια κακόβουλη και στριφνή συναδέλφισσα, αλλά ο ίδιος ο έρωτας της ζωής της, ο Γρηγόρης. Το εκλεκτορικό της συγκεντρωμένο σ΄ ένα και μόνο πρόσωπο σε αυτό του Γρηγόρη και η Μυρίνη το γνώριζε ο Γρηγόρης ήταν πολύ αυταρχικός κριτής. Έπρεπε να πετύχει η Μυρίνη. Βέβαια την αναπόφευκτη εξέλιξη την οποία δεν είχε σκεφτεί ακόμα (το ανέβαλε εσκεμμένα) η Μυρίνη πως θα διαχειριζόταν, ήταν η στιγμή εκείνη κατά την οποία ο Γρηγόρης (ή η Ρενάτα) θα ρωτούσε για το όνομα αυτής της επιστημόνισσας η οποία εμφύσησε στην κόρη του την αγάπη για τη Νευροψυχολογία. Βέβαια, όταν θα μάθαινε το όνομα της καθηγήτριας της κόρης του, τότε θα δινόταν η μεγαλύτερη μάχη μετά το καλοκαίρι του 1987, οπότε και τον αντίκρισε για τελευταία φορά. Αυτή τη φορά όμως οι συγκρούσεις στη μάχη θα ήταν πολυεπίπεδες. Η Μυρίνη δεν έπρεπε να φανεί ως άξονας επηρεασμού της μικρής, έπρεπε να διαφανεί ότι η μικρή εξέλαβε μόνη της την απόφαση να μελετήσει εις βάθος τη ψυχολογία, όπως δηλαδή και πραγματικά συνέβη. Η Μυρίνη ίσα ίσα που ήθελε να την αποτρέψει τη Γεωργία από τη σπουδή της Γνωστικής Νευροψυχολογίας γιατί μέσα της γνώριζε, ήταν σίγουρη ότι ο Γρηγόρης θα της επέρριπτε την ευθύνη της διαμόρφωσης επιστημονικής συνείδησης: «Προσπάθησες να καταστρέψεις τη δική μου ζωή, δεν θα σου επιτρέψω να αναμιχθείς και να καταστρέψεις και τη ζωή της κόρης μου». Ναι, θα το έλεγε σίγουρα, και άντε μετά να εξηγήσει στον εγωιστή, πεισματάρη, ξεροκέφαλο και ισχυρογνώμονα Γρηγόρη ότι η απόφαση ήταν της κόρης του και μόνο. Αδύνατον, η εμμονή του θα παρέμενε και θα το πίστευε ακόμα και μετά θάνατον. Χώρια που θα έπεφτε και στο στόμα της τόσο αντιπαθητικής Ρενάτας. Ακολούθως, το κριτικό μάτι του Γρηγόρη θα έκρινε την επιστημοσύνη της Μυρίνης. Τι έφταιγε το καημένο το κοριτσάκι να μην σπουδάσει την επιστήμη που τόσο ποθούσε; Πουθενά δεν είχε σφάλλει η Γεωργία. Ίσως το κισμέτ να είχε γράψει αλλιώτικα την ιστορία του Γρηγόρη και της Μυρίνης και ίσως να είχε φτάσει η ώρα να το συνειδητοποιήσει και ο Γρηγόρης, διότι η Μυρίνη αυτό πίστευε από εκείνη την πρώτη στιγμή που τον ερωτεύτηκε. Ότι ήρθαν στη Γη για να είναι μαζί. Άλλωστε, αυτό έκαναν από τότε που ήσαντε ερωτευμένοι ο Γρηγόρης με την Μυρίνη ανταγωνιζόντουσαν για το ποιος από τους δύο θα γίνει καλύτερος επιστήμονας – ή τουλάχιστον αυτό στριφογύριζε στο μυαλό της Μυρίνης τα επόμενα χρόνια μετά τον οριστικό χωρισμό.
Μέχρι να ολοκληρώσει τη σκέψη της η Μυρίνη, η Γεωργία με την ψηλή λιγνή φίλη της είχαν ήδη κατεβάσει από τα ράφια της βιβλιοθήκης μια στοίβα εισαγωγικά βιβλία Ψυχολογίας και η Μυρίνη τους μάθαινε τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν οι φοιτητές να προσεγγίζουν τα διδακτικά εγχειρίδια. Η διαδικασία δημιουργίας της επιστημονικής συνείδησης της Γεωργίας και σε δεύτερη μοίρα της ψηλής λιγνής φίλης της είχε μόλις αρχίσει να λαβαίνει σάρκα και οστά....»

WildFlower©